Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ορίζοντες :: Κοινωνικό ρεπορτάζ

( και τα υπόγεια γράφουν την ιστορία... :: 04-03-2003) 

Και τα υπόγεια γράφουν την ιστορία…

Αποτυπώματα του χθες και του σήμερα πάνω σε σκαλοπάτια και τοίχους στα υπόγεια της Αθήνας, περιγράφουν την εξέλιξη της πόλης, αλλά και των κατοίκων της. Οι άνθρωποι των υπογείων, κάποτε, ήταν Έλληνες από την επαρχία. Σήμερα είναι ξένοι μετανάστες. Ίσως και κάποιοι ηλικιωμένοι…

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΣΤΑΜΑΤΗ

Τα υπόγεια της Αθήνας αποκαλύπτουν αυτό που η λέκτορας Άννα Λυδάκη αποκαλεί "υπαίθρια οθόνη": "Από τα χαμηλά παράθυρα μπορεί κανείς να δει παρέες να κάθονται κατάχαμα, να ακούσει αλλόγλωσσους να μιλάνε…"

Οδός Αμυνάνδρου, στο Κουκάκι. Αρχές της δεκαετίας του '60. Το σπίτι υπόγειο, το θυρωρείο σκοτεινό. Είναι η πιο εύκολη λύση για στέγη και δουλειά, για μιαν καινούργια αρχή. Η οικογένεια έρχεται από ένα ορεινό χωριό των Ιωαννίνων, αφήνοντας πίσω σπίτι, κτήματα αρκετών δεκάδων στρεμμάτων, ανθρώπους στη δούλεψή τους, συγγενείς. Ξεκινά από το μηδέν - από χαμηλά, "από το υπόγειο". Με την ελπίδα πως "τα πράγματα θ' αλλάξουν, τα παιδιά θα έχουν καλύτερες ευκαιρίες, θα συνηθίσουμε κι εμείς τη ζωή στην πόλη". Έτσι κι έγινε. Η κυρία Κατερίνα (ήταν Κατίνα, όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα, αλλά άλλαξε κι αυτό) σήμερα ζει στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας, αρκετά τετράγωνα πιο μακριά. Τα χρόνια στο υπόγειο τα ξέχασε. Δεν μιλάει ποτέ γι' αυτά σε "ξένους", δεν τα φέρνει στον νου της παρά μόνο εκείνες τις στιγμές που είναι μόνη, που "τα βάσανα μιας ζωής" ξυπνούν όλα μαζί και τα μάτια βουρκώνουν. "Μερικές φορές, κι όταν μιλάω με τα παιδιά μου. Γιατί δεν θέλω να ξεχνούν τι θυσίες κάναμε γι' αυτά, εγώ και ο πατέρας τους. Ζούσαμε σαν άρχοντες στο χωριό. Είχαμε χρήματα, αναγνώριση. Τ' αφήσαμε όλα πίσω για νά 'χουν τα παιδιά μια καλύτερη ζωή, να σπουδάσουν, να μεγαλώσουν ελεύθερα".

Σήμερα, στο υπόγειο της οδού Αμυνάνδρου, όπως και σε όλα σχεδόν τα γειτονικά υπόγεια στις παλιές πολυκατοικίες στο Κουκάκι, ζουν μετανάστες. Η Βιολέτα από την Αλβανία, με τον άντρα της και τα δύο της παιδιά. Ο Χασάν από την Τουρκία - μόνος ακόμη. Ο Σελέντα από την Ινδία… Φοβισμένοι και ντροπαλοί, κρατούν τις πόρτες των υπογείων κλειδωμένες και τα παντζούρια σχεδόν πάντα κλειστά. "Ξέρεις, το σπίτι δεν είναι για επισκέπτες. Έπιπλα μόνο τα απαραίτητα. Τι να τα κάνεις; Από το πρωί έως το βράδυ δουλεύουμε. Για ύπνο μόνο και για ένα πιάτο φαΐ πάμε στο σπίτι". Ξένοι, κι όχι Έλληνες μετανάστες είναι σήμερα οι άνθρωποι των υπογείων της Αθήνας. Περιμένουν κι εκείνοι ένα καλύτερο αύριο, αλλά το σήμερα είναι ακόμη πολύ σκληρό.

"Με τα χρόνια, οι περισσότεροι εσωτερικοί μετανάστες εγκατέλειψαν τα υπόγεια, όπως εγκατέλειψαν και τις βαριές δουλειές που ήταν αναγκασμένοι να κάνουν, όταν ήρθαν για να ζήσουν στην πόλη", λέει η Άννα Λυδάκη, λέκτορας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία περιδιάβασε για αρκετούς μήνες τις γειτονιές της Αθήνας, κρατώντας εικόνες και στιγμές από τη ζωή στα υπόγεια της πόλης, ακούγοντας ιστορίες από το χθες και το τώρα. "Στη θέση τους ήρθαν άλλοι, το ίδιο αποφασισμένοι μ' εκείνους να ζήσουν στερημένα το παρόν, να το υποθηκεύσουν σ' ένα σκοτεινό υπόγειο, ως εγγύηση για ένα πιο φωτεινό μέλλον". Οι ένοικοι των υπογείων είναι τώρα Αλβανοί, Πολωνοί, Ρουμάνοι, Πακιστανοί. "Μετανάστες, που φροντίζουν να βρουν τον πατριώτη τους και να μείνουν κοντά του, σχηματίζοντας τις δικές τους γειτονιές από ομοεθνείς. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ανέλαβαν και τις βαριές δουλειές, τις οποίες οι Έλληνες δεν κάνουν πια. Οι ξένοι εργάτες αποτελούν σήμερα τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα που, κατ' αντιστοιχίαν, κατοικούν όσο πιο χαμηλά γίνεται - κάτω από την επιφάνεια της γης".

"Μια ζωή τόσο χαμηλά"

Τα παντζούρια τον χειμώνα είναι σχεδόν μόνιμα κλειστά. Για να κρατούν μακριά το κρύο, αλλά και για να μην αποκαλύπτουν το φτωχό σκηνικό - τα μεταχειρισμένα έπιπλα (πολλές φορές έχουν μαζευτεί από τα σκουπίδια), τα στρώματα στο πάτωμα, τα ρούχα της δουλειάς απλωμένα στο στενόχωρο μπάνιο

"Τα καλοκαίρια, όταν νυχτώνει, οι μετανάστες βγαίνουν έξω από τα υπόγεια και ο τόνος ανασυσταίνεται στις μικρές συνοικιακές πλατείες και τα πάρκα όπου μαζεύονται". Σ' ένα τέτοιο πάρκο, στην περιοχή της Γούβας, η Άννα Λυδάκη συνάντησε μία από τις γειτονιές των υπογείων. Οι άντρες στο καφενείο, οι γιαγιάδες και οι μανάδες στα παγκάκια και τα παιδιά να παίζουν τριγύρω. Μια Αλβανίδα τρέχει ξαφνικά να απομακρύνει το παιδί της… "Θέλει σκύλο. Τι να το κάμω; Πού να το βάλω το σκύλο; Δεν έχουμε τόπο. Ένα δωμάτιο. Όλο κλαίει, κλαίει… Τι να το κάμω; Αλβανία είχαμε σκύλο. Να! Μεγάλο! Εξοχή… Τρέχανε… Τώρα πού; Κλάους όλο αγκαλιάζει το ξένο σκύλο… όλο λέει "τε ντάχιου ρόι, τε ντάχιου ρόι" (σ' αγαπώ πολύ, σ'αγαπώ πολύ)… Δεν καταλαβαίνει"…

Δεν μπορεί να καταλάβει ο Κλάους πώς από τα χωράφια, την εξοχή, το φως, βρέθηκε στο υπόγειο. "Το υπόγειο της Γούβας είναι και θα παραμείνει άσχημο και σκοτεινό γι' αυτόν", λέει η Άννα Λυδάκη. "Όπως ήταν και για τους Έλληνες που πέρασαν κάποια χρόνια της ζωής τους τόσο χαμηλά. Οπωσδήποτε, οι συνθήκες για εκείνους ήταν καλύτερες. Και, οπωσδήποτε, τώρα έχουν τη δυνατότητα να απωθούν ή να προσποιούνται πως ξέχασαν"…