Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Στην πρώτη δημόσια ομιλία του για το 2006 ο Τζορτζ Μπους έθεσε πάλι το θέμα της ασφάλειας των ΗΠΑ έναντι του κινδύνου της τρομοκρατίας. Παρά το σάλο που προκάλεσαν οι πρόσφατες αποκαλύψεις, ο Αμερικανός πρόεδρος υπεραμύνθηκε του προγράμματος παρακολούθησης των τηλεφωνικών επικοινωνιών Αμερικανών πολιτών από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας, την περίφημη NSA.

«Αν κάποιος από την Αλ Κάιντα σας τηλεφωνεί, θα θέλαμε να ξέρουμε γιατί», δήλωσε χθες ο Τζορτζ Μπους, μιλώντας σε νοσοκομείο του Σαν Αντόνιο, όπου νοσηλεύονται τραυματισμένοι στρατιώτες. «Μου φαίνεται απολύτως λογικό, εάν γνωρίζατε πως ένας τηλεφωνικός αριθμός είναι συνδεδεμένος με την Αλ Κάιντα ή με έναν συνεργάτη της και δέχεται συχνά κλήσεις, να προσπαθήσετε να μάθετε γιατί του τηλεφωνούν», πρόσθεσε.

Ο Αμερικανός πρόεδρος επιχείρησε να δικαιολογήσει το μεγάλο σκάνδαλο που έχει ξεσπάσει στις ΗΠΑ ύστερα από τις αποκαλύψεις της εφημερίδας «Νιου Γιορκ Τάιμς» περί ύπαρξης προγράμματος τηλεφωνικών υποκλοπών χωρίς προηγούμενη δικαστική εξουσιοδότηση, με το πάγιο επιχείρημα που χρησιμοποιεί στις περιπτώσεις αυτές, ότι δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε πόλεμο. «Πρόκειται για ένα περιορισμένης έκτασης πρόγραμμα, σχεδιασμένο να αποτρέπει επιθέσεις εναντίον των ΗΠΑ», κατέληξε, επαναλαμβάνοντας για ακόμη μία φορά ότι οι πρακτικές που χρησιμοποιούν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είναι νόμιμες και ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της χώρας, καθώς και ότι ο ίδιος παραμένει πολύ προσεκτικός όσον αφορά στις πολιτικές ελευθερίες και την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των Αμερικανών πολιτών.

Ο Μπους, μάλιστα, τα έβαλε και με τον Τύπο, επειδή αποκάλυψε την ύπαρξη του προγράμματος. «Το γεγονός ότι κάποιος το ανακάλυψε και το δημοσιοποίησε προκαλεί μεγάλη ζημία στις ΗΠΑ. Εκεί έξω υπάρχει ένας εχθρός. Διαβάζει τις εφημερίδες. Ακούει όλα όσα γράφετε. Ακούει όλα όσα διαδίδετε και αντιδρά», τόνισε. Και νέες αποκαλύψεις

Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων έχει διχάσει την αμερικανική πολιτική σκηνή. Την περασμένη Κυριακή οι «Νου Γιορκ Τάιμς» συνέχισαν τις αποκαλύψεις. Όπως έγραψαν, το 2004 ο τότε υφυπουργός Δικαιοσύνης Τζέιμς Κόμι, ο οποίος αντικαθιστούσε τον ασθενή υπουργό Τζον Άσκροφτ, είχε αρνηθεί να επιτρέψει τις υποκλοπές, διότι ανησυχούσε για τη νομιμότητά τους. Η άρνησή του ανάγκασε δύο συμβούλους του Λευκού Οίκου (ένας εκ των οποίων ήταν ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης Αλμπέρτο Γκονζάλες) να σπεύσουν στο προσκέφαλο του Άσκροφτ, ο οποίος μόλις είχε εγχειρισθεί για προστάτη, για να αποσπάσουν την έγκρισή του. Η εφημερίδα, ωστόσο, δεν διευκρινίζει εάν ο τότε υπουργός τελικά συναίνεσε ή αν ο Μπους προχώρησε χωρίς την έγκρισή του.

Ο αναπληρωτής εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τρεντ Ντάφι ανακοίνωσε πως το πρόγραμμα των υποκλοπών «εξεταζόταν τακτικά και εγκρινόταν από ανωτάτους αξιωματούχους, περιλαμβανομένων και στελεχών του υπουργείου Δικαιοσύνης», ενώ ο ίδιος ο Γκονζάλες δήλωσε πως οι παρακολουθήσεις ήταν ελεγχόμενες και καθ' όλα νόμιμες.

Ύστερα από το δημοσίευμα, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τσαρλς Σούμερ ζήτησε από το σώμα να λάβει καταθέσεις τόσο από τον Κόμι όσο και από τους Γονζάλες και Άσκροφτ στο πλαίσιο μια ευρείας δικαστικής έρευνας, που, όπως είπε, πρέπει να αρχίσει το συντομότερο δυνατόν.