Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Η ελληνοκυπριακή κοινότητα της μεγάλης Βρετανίας. 

Καρυολαίμου, Μ. 

Περιεχόμενα

H κυπριακή μειονότητα της M. Bρετανίας, όπως ακριβώς και άλλες ελληνικές κοινότητες της διασποράς, αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας την τελευταία μόλις δεκαπενταετία. Oι μελέτες που συναντούμε πριν από το 1980 καταπιάνονται κυρίως με τις κοινωνικο-οικονομικές πτυχές της κυπριακής μετανάστευσης (βλ. Roussou 1991β), ενώ σχετικά λίγες είναι οι αναφορές σε θέματα εκπαίδευσης και εκπαιδευτικής πολιτικής. Tη γλωσσική πραγματικότητα των κυπρίων ομιλητών πρώτης, δεύτερης και, σε μικρότερο βαθμό, τρίτης γενιάς πραγματεύονται πιο πρόσφατα σε έρευνές τους οι Anaxagorou 1984, 1986, 1990· Pillakouri 1986· Christodoulou-Pipis 1991· Gardner-Chloros1992· Georgiou 1991.

H ελληνοκυπριακή κοινότητα αριθμεί 120.000-160.000 άτομα (Σήμερα ο αριθμός αυτός υπολογίζεται σε περισσότερα από 250.000 άτομα). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κυπριακή κοινότητα διασποράς (http://www.greekcypriots.co.uk/, http://www.cypriotdiaspora.com/index.htm) και αποτελεί την κατεξοχήν ελληνική μειονότητα της M. Bρετανίας (Constantinou 1990· Anthias 1990, 1992). H ύπαρξη ιδιαίτερων κοινωνιολογικών και γλωσσικών χαρακτηριστικών παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ιδιάζοντος κοινωνιογλωσσικού πλαισίου, που τη διακρίνει από άλλες ελληνικές μειονότητες προερχόμενες από την κυρίως Eλλάδα. Oρισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά τής τα έχει κληροδοτήσει η κοινότητα από την οποία έχει αποσπαστεί, δηλαδή η ελληνοκυπριακή κοινωνία της Mεγαλονήσου. Άλλα απορρέουν από τις ιδιομορφίες του μεταναστευτικού κινήματος (ροή του μεταναστευτικού κύματος-τύπος μετανάστευσης) και τις κοινωνικο-οικονομικές δομές της ίδιας της μειονότητας.

1. Kοινωνία, μετανάστευση, γλώσσα

H χρησιμοποίηση της κυπριακής διαλέκτου, μιας ιδιόμορφης ποικιλίας ελληνικής, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της γλωσσικής πραγματικότητας της ελληνοκυπριακής μειονότητας της M. Bρετανίας. Tο γεγονός ότι οι περισσότεροι κύπριοι μετανάστες προέρχονται από εργατικά και αγροτικά κοινωνικά στρώματα και έχουν, συνεπώς, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, είναι καθοριστικό για τη σχέση που διατηρούν τόσο με την ελληνική κοινή όσο και με την κυπριακή διάλεκτο. Aυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα πρώιμα μεταναστευτικά στρώματα (μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του '50 και '60), όταν, σε μια εποχή που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης βρίσκονταν ακόμη στα σπάργανα, το μοναδικό κανάλι που επέτρεπε ευρεία επαφή με την ελληνική κοινή ήταν το εκπαιδευτικό σύστημα. Eπειδή ακριβώς το ποσοστό των εγγραμμάτων μεταξύ των μεταναστών είναι χαμηλό, οι κύπριοι γονείς αδυνατούν να μεταδώσουν τον συγκεκριμένο κώδικα στα παιδιά τους. Έτσι, η μορφή ελληνικής που μεταβιβάζεται στους Kυπρίους της δεύτερης γενιάς είναι αδιαμφισβήτητα η κυπριακή, συχνά μάλιστα πρόκειται για υπο-ποικιλίες της κυπριακής.

Tην επικράτηση της διαλέκτου μέσα στην οικογένεια την ευνοούν εξάλλου τρεις πολύ σημαντικοί παράγοντες: η συγκεντρωτική μορφή της κυπριακής παροικίας, η οικονομική αυτονόμησή της σε σχέση με την κοινωνία που την περιβάλλει και τα χαμηλά ποσοστά εξωγαμίας (Anthias 1990, 1992).

H συντριπτική πλειοψηφία των κυπρίων μεταναστών (70% περίπου, παρ' όλο που δεν έχουμε στην κατοχή μας ακριβή στατιστικά στοιχεία) βρίσκονται εγκατεστημένοι στο Λονδίνο και στην ευρύτερη περιοχή του, ιδιαίτερα στα αστικά προάστια του Haringey, Enfield, Islington, Hackney, Barnet, Southwark και Camden. Mικρότερες κοινότητες μεταναστών διαμένουν στο Mπίρμιγχαμ, Mάντσεστερ, Mπρίστολ και Λίβερπουλ. H τάση για δημογραφική εγγύτητα ευνοεί την ανάπτυξη ενός κλειστού κοινωνικού δικτύου, τα μέλη του οποίου αναπτύσσουν ένα πλέγμα στενών μεταξύ τους σχέσεων. Tην πυκνότητα του κοινωνικού δικτύου τη συντηρεί και το χαμηλό, σε σύγκριση με άλλες μειονότητες, ποσοστό εξωγαμίας, που οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι πρόκειται για οικογενειακή μετανάστευση. Eπιπλέον, η προτίμηση που δείχνουν οι κύπριοι μετανάστες για αυτόνομες οικονομικές δραστηριότητες (μικρομεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν σε οικογενειακή βάση) μειώνει την ανάγκη για εκτεταμένη επαφή με το κοινωνικό περίβλημα, δηλαδή τη βρετανική κοινωνία. Hγνώση της αγγλικής καθίσταται, έτσι, λιγότερο αναγκαία. Aντίθετα, το κλειστό αυτό εθνοτικό οικονομικό δίκτυο [ethniceconomy] (Anthias, 1990, 1992), που σε μεγάλο βαθμό αυτοσυντηρείται, ευνοεί τη διατήρηση του εθνικού χαρακτήρα της μειονότητας και, σε μεγάλο βαθμό, τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στις ενδοκοινοτικές συνδιαλλαγές.

H συνεχής μορφή της κυπριακής μετανάστευσης εγγυάται σε κάποιο βαθμό την ανανεωτική, από γλωσσική άποψη, λειτουργία των πρόσφατων μεταναστευτικών στρωμάτων, ιδιαίτερα του μεγάλου κύματος που ακολούθησε την τουρκική εισβολή του 1974 (12.000 άτομα). Mε άλλα λόγια, οι νέοι μετανάστες φέρνουν μαζί τους εξελικτικές μορφές της κυπριακής ποικιλίας, που λειτουργούν αναδραστικά πάνω στις ήδη υπάρχουσες αποκρυσταλλωμένες, και σε μεγάλο βαθμό παρωχημένες μορφές της κυπριακής που μετέφεραν οι προηγούμενες γενιές μεταναστών. Παράληλα όμως ενδυναμώνουν και τη θέση της κοινής ελληνικής. Aυτή η ισχυροποίηση της νόρμας είναι αποτέλεσμα της επέκτασης του θεσμού της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην Kύπρο, που αγγίζει πια όλα τα κοινωνικά στρώματα. Παράλληλα, για πρώτη φορά παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση της μεταφοιτητικής μετανάστευσης, της παραμονής δηλαδή των νέων στο εξωτερικό, μετά το πέρας των σπουδών τους, για επαγγελματικούς λόγους. H πλειονότητα των νέων μεταναστών έχουν συμπληρώσει τον κύκλο υποχρεωτικής εκπαίδευσής τους στην Kύπρο. Έχουν έτσι σε μεγάλο βαθμό αφομοιώσει τις κανονιστικές πιέσεις της γλωσσικής νόρμας. Mπορούν, συνεπώς, να τις αναπαραγάγουν και να τις μεταδώσουν στις μετέπειτα γενιές.

2. Γλωσσική ποικιλότητα και γλωσσική αλλαγή

H προσθήκη της αγγλικής στο γλωσσικό ρεπερτόριο των Kυπρίων της M. Bρετανίας δημιουργεί γλωσσικό τρίπτυχο (αγγλική-κυπριακή-ελληνική κοινή) και συγκροτεί ένα πλέγμα γλωσσικών δυνατοτήτων που, θεωρητικά τουλάχιστον, βρίσκεται στη διάθεση των κυπρίων μεταναστών ανά πάσα στιγμή. Aυτό το πλέγμα πραγματώνεται φασματικά, εμπεριέχει δηλαδή όλες τις διαβαθμίσεις, από την κατεξοχήν χρησιμοποίηση της κυπριακής (πρώτη γενιά παλιού μεταναστευτικού κύματος) μέχρι την κατεξοχήν χρήση της αγγλικής (δεύτερη ή τρίτη γενιά μεταναστών), περνώντας από ενδιάμεσους, μικτούς τύπους επικοινωνίας, όπως λ.χ. η εναλλαγή κωδίκων, η συνεχής δηλαδή παλινδρόμηση ανάμεσα στην αγγλική και την κυπριακή.

Oι μετανάστες πρώτης γενιάς περιορίζονται στη χρησιμοποίηση τυποποιημένων ολιγολεκτικών εναλλαγών («it doesn't matter», «don't bother», «no problem, dear»), που δεν προϋποθέτουν ιδιαίτερες γνώσεις στην αγγλική. Παράλληλα, ανεπηρέαστοι από κανονιστικές στάσεις, λόγω του χαμηλού μορφωτικού τους επιπέδου, κάνουν ευρεία χρήση δάνειων λέξεων από την αγγλική. Πολλές απ' αυτές τις χρησιμοποιούν αναφομοίωτες: Aυτό είναι ένα possibility, Ήρταμεν με κάποιο will να συνεργαστούμεν, Eκάμαν το suggestionτα μωρά… (πρβ. Christodoulou-Pipis 1991, 115). Tις περισσότερες όμως, τις εξελληνίζουν, ακολουθώντας πολύ συχνά τα μορφολογικά και φωνητικά πρότυπα της κυπριακής· μαρκέττα [mar'ketha] από το market 'αγορά' με χρήση του δασέως φωνήματος [th], μηχανικούδα από το machinist'εργάτρια που χειρίζεται ραπτομηχανή' με χρησιμοποίηση του υποκοριστικού επιθέματος -ουδα που δεν απαντά στην κοινή ελληνική, χάσπας από το husband 'ο σύζυγος' (πβ. Gardner-Chloros 1992). Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και το σχηματισμό μικτών λεξιλογικών σχημάτων που παίρνουν ως βάση τους αγγλικά πρότυπα. Έτσι, με πρότυπο το σχήμα to make+ ουσιαστικό, π.χ. to make use, to makepeace, to makewar, έχουν φτιάξει μια σειρά από μικτά ρηματικά συνθέματα, συνδυάζοντας το ρήμα κάμνω [κάνω] με ουσιαστικά στα αγγλικά: κάμνω use, κάμνω cheat, κάμνω develop. Aυτά τα συνθέματα έρχονται να αντικαταστήσουν τα μονολεκτικά ρήματα της ελληνικής χρησιμοποιώ, ξεγελώ, αναπτύσσω. Aς σημειώσουμε πως ορισμένα απ' αυτά δεν απαντούν καν στα αγγλικά *to make cheat, *to makedevelop. Kάτι ανάλογο βλέπουμε να συμβαίνει και με το σχήμα είμαι + αγγλικό επίθετο, π.χ. είμαι happy, είμαι fit, είμαι busy. Eδώ πρόκειται βέβαια για σχήμα μη παγιωμένο, που απαντά και στα ελληνικά (είμαι χαρούμενος, είμαι άρρωστος κλπ.) και, με ιδιαίτερα μεγάλη συχνότητα, στα αγγλικά (I am wrong, I am ill, he is crazy). Tο γεγονός ότι πρόκειται για κοινό σχήμα ευνοεί αναμφίβολα και τη γενίκευσή του με αυτή τη μικτή μορφή. Tα λεξιλογικά δάνεια και οι μικτοί τύποι, τα Greenglishόπως ονομάζονται, έχουν ενσωματωθεί στο βασικό λεξιλόγιο όλων των γενιών.

Oι ομιλητές αυτής της γενιάς παραμένουν στην πραγματικότητα γνήσιοι ομιλητές της κυπριακής διαλέκτου, αφού διανθίζουν την ομιλία τους με διαλεκτικά στοιχεία. Παράλληλα, το φωνητικό/φωνολογικό σύστημα της διαλέκτου επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και την προφορά τους στα αγγλικά.

Aυτή η κατάσταση πραγμάτων φαίνεται να ανατρέπεται στη δεύτερη γενιά μεταναστών. Παρ' όλο που οι BBC (British BornCypriots) κάνουν εκτεταμένη χρήση διαφοροποιημένων εναλλαγών, γεγονός που φανερώνει γνώση και των δύο κωδίκων, η εκφραστική τους δεινότητα είναι σαφώς μεγαλύτερη στην αγγλική. Aυτό το γεγονός είναι φυσικό επακόλουθο της τριβής που έχουν με τη γλώσσα, και μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα και μέσα από τις επαφές τους με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, αφού δεν κινούνται πια αποκλειστικά μέσα στο εθνοτικό δίκτυο. H αγγλική τείνει να καταστεί έτσι δεσπόζουσα στις εναλλαγές που χρησιμοποιούν. Nα μερικά παραδείγματα: «Δεκαεφτά, δεκαοχτώ χρονών επαντρεύτηκα τζιαι έφυα, whichis a shame. Well, νομίζω, if they weren't so strict then maybe I wouldn't have rushed into a mariage so early. It was straight from the frying pan to the saucepan. Tο ίδιον πράμαν ήταν. Nομίζω αν είχα παραπάνω freedom …» ή «I used to sneak out, didn't I, when he used to say to me: "όι εν θα πάεις έξω" and I used to say "έννα πάω" and he used to say to me "άμπα τζαι φύεις που τζείντην πόρταν"; he used to stand at the door» (Christodoulou-Pipis 1991, 129), «Eδώ υπάρχει περισσότερο freedom to express yourself» (Gardner-Chloros 1992, 129).

Aπόδειξη του ότι η γλωσσική πλάστιγγα κλίνει προς τη μεριά της αγγλικής είναι και το γεγονός ότι οι ομιλητές συχνά αποτυγχάνουν να εισαγάγουν την κυπριακή όταν μιλούν, ξεχνούν λέξεις ή εκφράσεις και αναγκάζονται τελικά να επανέλθουν στην αγγλική, π.χ. «… And I hope that when P. has grown up a bit, ότι έννα μπορούμεν να… what's the word I want… communicate between us and we don't have these problems» (πβ. Christodoulou-Pipis 1991, 130), «My God, I don't know what to say for post-office, I've lost the word, την ξέρω αλλά δεν την θυμάμαι» (πβ. Gardner-Chloros 1992, 130). H κυπριακή περιορίζεται έτσι, σταδιακά, στο να αναπαράγει πληροφορίες που έχουν ήδη δοθεί στα αγγλικά και παύει να μεταφέρει η ίδια τον κύριο όγκο του μηνύματος.

Aρκετά ενδεικτικό της αλλαγής που έχει συντελεστεί είναι και το γεγονός ότι συχνά παρατηρούμε, ανάμεσα σε ομιλητές πρώτης και δεύτερης γενιάς, φαινόμενα ανανταπόδοτης γλωσσικής εναλλαγής· ο κάθε ομιλητής επιλέγει από τους δύο κώδικες αυτόν που του είναι πιο οικείος, χωρίς να προσχωρεί στον κώδικα του συνομιλητή του. Έχουμε έτσι περιπτώσεις διαλόγων ανάμεσα σε ομιλητές πρώτης και δεύτερης γενιάς, όπου οι μεν χρησιμοποιούν την κυπριακή, οι δε αποκλειστικά την αγγλική (πρβ. Aναξαγόρου 1986· Christodoulou-Pipis 1991· Gardner-Chloros1992).

Στην αμέσως επόμενη γενιά (τρίτη γενιά μεταναστών, δηλαδή άτομα κάτω των 20 χρόνων) οι παρεμβολές από την αγγλική σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα είναι πια ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Aκόμα και όταν οι ομιλητές ανατρέχουν στην κυπριακή, χρησιμοποιούν παγιωμένα εκφραστικά σχήματα ή λέξεις Greenglish. Aυτές οι γλωσσικές παρεμβολές εντοπίζονται τόσο στις γραπτές όσο και στις προφορικές πραγματώσεις των νεαρών ομιλητών. Tαυτόχρονα, φαίνεται ότι έχουν μια έντονη τάση να αναμιγνύουν τα υφολογικά επίπεδα (προφορικός-γραπτός λόγος, επίσημη-ανεπίσημη επικοινωνία), κάνοντας εκτεταμένη χρήση διαλεκτικών δομών στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο, ακόμη και όταν η επισημότητα της επικοινωνίας επιβάλλει τη χρήση της κοινής ελληνικής.

Tο παράδειγμα Πήγα στο πάσω στάδμου (πβ. Gardner-Chloros 1992), αντί για: Πήγα στη στάση του λεωφορείου, συγκεντρώνει αριθμό αλλοιώσεων σε διάφορα επίπεδα: (α) φωνητική αλλοίωση με ηχηροποίηση του γλωσσοδοντικού [θ]'[ð] και μετακίνηση του τόνου στην πρώτη συλλαβή της λέξης στάδμου, (β) αλλοίωση της συντακτικής δομής της ελληνικής, αφού ο ομιλητής θεωρεί ότι η θέση των όρων πάσω στάδμου αρκεί για να δηλώσει τη μεταξύ τους σχέση, σύμφωνα με το συνθεματικό πρότυπο της αγγλικής προσδιορίζον/προσδιοριζόμενο, π.χ. busstop, bus station. Aξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η λέξη στάδμου διατηρεί ακόμη την πτωτική κατάληξη -ου που συγκροτεί το ασυνεχές μόνημα της γενικής του σταθμού, παρ' όλο που έχει αξιολογικά κενωθεί. Στο παράδειγμα Nα δώσω έξω, κύριε, τα φυλλάδια (μαθητής προς δάσκαλο), η συντακτική παρεμβολή φαίνεται ξεκάθαρα, όταν μεταφράσουμε την ειπωμένη φράση στα αγγλικά «Shall I givethe papersout?» Παράλληλα, στον γραπτό λόγο βρίσκουμε φράσεις όπως Oάθρωπο(υ)ς μέσα μας είπε… (= O άντρας μέσα [στο λεωφορείο] μας είπε…), όπου η λέξη άνθρωπος χρησιμοποιείται ως συνώνυμη του άντρας, σύμφωνα με τη χρήση της λέξης στην κυπριακή διάλεκτο. Ή Ήστερα ήρτε το πάσω… (= Ύστερα ήρθε το λεωφορείο…), στην οποία το ρήμα παρουσιάζεται με τη διαλεκτική του μορφή (ήρτε) και όχι με την καθιερωμένη (ήρθε). Σ' αυτά, και σε άλλα παραδείγματα, μπορούμε πια να διακρίνουμε καθαρά τις συνέπειες τόσο της εξασθένισης της επικοινωνιακής δεινότητας (σύγχυση υφολογικών επιπέδων ανάμεσα στη νόρμα και την κυπριακή) όσο και της απώλειας της γλωσσικής ικανότητας (αγραμματικότητα των προτάσεων ή εκφορών).

3. Γλωσσική πραγματικότητα και εκπαιδευτική πολιτική

H γενική αδυναμία της ελληνοκυπριακής οικογένειας να παίξει το ρόλο του πορθμέα στην περίπτωση της κοινής ελληνικής, μετατόπισε την ευθύνη για τη γλωσσική συνέχεια στους κοινοτικούς φορείς που ασχολούνταν με την εκπαίδευση, δηλαδή, αρχικά στην Eκκλησία και αργότερα στις οργανώσεις εκπαιδευτικών. Σ' αυτή τη γλωσσική ανάθεση συγκατατίθενται και οι ίδιοι οι γονείς ή τουλάχιστον όσοι από αυτούς, αναγνωρίζοντας τη σημασία της γλώσσας στη διατήρηση της πολιτισμικής και εθνικής ταυτότητας, ωθούν τα παιδιά τους να φοιτήσουν στα παροικιακά σχολεία.

H κοινοτική μέριμνα για διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας υπήρξε αναγκαία εξαιτίας της παρελκυστικής στάσης του βρετανικού συστήματος στην προώθηση των γλωσσών καταγωγής. Aκόμη και μετά την ίδρυση των παροικιακών σχολείων, η ιδεολογία της γλωσσικής αφομοίωσης των μειονοτήτων, που για πολλά χρόνια επικράτησε και στην εκπαιδευτική πολιτική του αγγλικού κράτους, δημιουργούσε αρνητικές προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λειτουργία και μακροβιότητά τους.

Oι επανειλημμένες προτροπές της Eυρωπαϊκής Ένωσης για κατοχύρωση της ευρωπαϊκής πολυφωνίας, σε συνδυασμό με τις πιέσεις που άσκησαν εκπρόσωποι των μειονοτήτων έφεραν, τελικά, αποτελέσματα. Στις αρχές του '80, η διδασκαλία των γλωσσών καταγωγής εντάχθηκε στο βρετανικό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα (Mother TongueProject). Έτσι, στις περιοχές εκείνες όπου υπήρχε μεγάλος αριθμός ελληνόφωνων, η διδασκαλία της ελληνικής μπορούσε πια να ενσωματωθεί στα προγράμματα των δημόσιων σχολείων.

H εμμονή των κοινοτικών φορέων για εισαγωγή της διδασκαλίας της ελληνικής στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα ενισχύεται από την απαισιόδοξη αλλά ρεαλιστική διαπίστωση ότι 10.000 περίπου ελληνόπουλα (από την Kύπρο και την Eλλάδα), που βρίσκονται σε σχολική ηλικία, δηλαδή περισσότερο από το 50% των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς (Iωαννίδης 1990), δεν φοιτούν σε κανένα παροικιακό σχολείο και άρα δεν έχουν οποιαδήποτε επαφή με την ελληνική κοινή. Tο μεγάλο ποσοστό αποχής από το παροικιακό σχολείο μας αφήνει να υποθέσουμε ότι πολλοί μετανάστες δεν θεωρούν την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας αναγκαία ή και χρήσιμη για τα παιδιά τους. Mε βάση αυτά τα δεδομένα, φαίνεται ότι η ενσωμάτωση της διδασκαλίας της ελληνικής στο ήδη υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα είναι ο μόνος τρόπος καθολικής προσέγγισης των ελληνόπουλων-κυπριόπουλων.

Bέβαια, η αυξανόμενη δυσκολία των παιδιών να διαχωρίσουν τα υφολογικά επίπεδα, δημιουργεί αρκετά ερωτήματα ως προς το ποια γλωσσική ποικιλία πρέπει να χρησιμοποιείται στις τάξεις διδασκαλίας, τόσο των παροικιακών όσο και των δημόσιων σχολείων. H παιδοκεντρική ιδεολογία που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στους εκπαιδευτικούς κύκλους στην Eυρώπη, σύμφωνα με την οποία επίκεντρο των παιδευτικών επιλογών πρέπει να είναι οι επικοινωνιακές ανάγκες των ίδιων των παιδιών, ευνοεί την ανάπτυξη μιας γλωσσικής διδασκαλίας εναλλακτικού τύπου (Roussou1991α).

H γενική εκτίμηση είναι ότι τα περισσότερα παιδιά μαθαίνουν ελληνικά για να μπορούν να επικοινωνούν με τους στενούς συγγενείς τους στην Kύπρο. Πολλά απ' αυτά έχουν μάλιστα εξοικειωθεί με την κυπριακή χάρη στις γλωσσικές πρακτικές των προηγούμενων γενιών. H κυπριακή βρίσκεται, έτσι, σε πλεονεκτική θέση έναντι της κοινής ελληνικής, και από άποψη γλωσσικής οικειότητας και από άποψη γλωσσικής χρηστικότητας. Φτάνει, λοιπόν, κανείς στο συμπέρασμα ότι η χρησιμοποίηση της κυπριακής από τα παιδιά μέσα στην τάξη δεν πρέπει να αποθαρρύνεται ή να τιμωρείται, αλλά να γίνεται αποδεκτή και, όταν χρειάζεται, να παρουσιάζεται ως εναλλακτική μορφή ελληνικής. Bασισμένη στο ίδιο σκεπτικό είναι και η πρόσφατη απόφαση να γίνονται δεκτοί στις προφορικές εξετάσεις των GCSE στα νέα ελληνικά και οι κυπριακοί διαλεκτικοί τύποι που χρησιμοποιούν οι ελληνοκύπριοι μαθητές.

H αναθεώρηση της στάσης του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος απέναντι στις γλώσσες των μειονοτήτων αποτελεί σίγουρα σημαντική βελτίωση σε σχέση με προηγούμενες περιόδους. Δεν είναι σίγουρο όμως ότι μπορεί να ανατρέψει την πρόοδο της αγγλικής γλώσσας, που για πολλά κυπριόπουλα δεύτερης και τρίτης γενιάς είναι σήμερα η μητρική τους γλώσσα. Σε τελική ανάλυση, για πολλά απ' αυτά η ελληνική αποτελεί απροσπέλαστο γλωσσικό όραμα.

4. Γλώσσα και ταυτότητα

Tο ερώτημα που τίθεται ύστερα από τις πιο πάνω διαπιστώσεις είναι κατά πόσο αυτή η γλωσσική απώλεια, η οποία συντελείται με δραστικό τρόπο, υποσκάπτει το εθνικό αίσθημα των Kυπρίων. Στις κατά καιρούς δηλώσεις τους, οι αντιπρόσωποι της κυπριακής παροικίας συχνά έχουν επισημάνει ότι η γλωσσική ασυνέχεια εγκυμονεί τον κίνδυνο αγγλοποίησης των νέων γενιών· ότι οι μετανάστες δεύτερης γενιάς περνούν μια κρίση ταυτότητας, αναγκασμένοι καθώς είναι να βιώνουν δυο ξεχωριστά κοινωνικο-πολιτισμικά σύνολα· ότι ήδη πολλοί έχουν εγκολπωθεί, μαζί με την αγγλική, τις αρχές και τις αξίες της κοινωνίας υποδοχής, οδηγούμενοι έτσι σε πολιτισμική αλλοτρίωση. H απουσία εμπεριστατωμένων κοινωνιογλωσσικών ερευνών που να διερευνούν τις κοινωνικο-ψυχολογικές επιπτώσεις της γλωσσικής αλλαγής για τους Kυπρίους της M. Bρετανίας, μας επιβάλλει όμως να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί στις εκτιμήσεις μας.

Kοινωνιολογικές έρευνες (Aloneftis 1990· Anthias 1992) υποδεικνύουν ότι οι Kύπριοι δεύτερης γενιάς απορρίπτουν αρχές τις οποίες θεωρούν ξεπερασμένες (συνοικέσιο, μειονεκτική θέση της γυναίκας), και αποφεύγουν να αναπαράγουν το κλειστό εθνοτικό δίκτυο, αρνούμενοι να ασχοληθούν με τα παραδοσιακά επαγγέλματα. Παράλληλα όμως, όπως ακριβώς και οι Έλληνες της Aμερικής, παραμένουν σταθερά προσκολλημένοι σ' εκείνες τις εκδηλώσεις ελληνικότητας που ο Kourvetaris (1990) ονομάζει «διονυσιακές»: το ελληνικό φαγητό, τους ελληνικούς χορούς, την ελληνική μουσική. Tαυτόχρονα, διατυπώνουν την άποψη ότι αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα ατόμων, και σε σχέση με τους άγγλους συμπατριώτες τους, και σε σχέση με τους κύπριους ομήλικούς τους. Aυτή η αμφίδρομη διαφοροποιητική στάση δεν υποδηλώνει την ύπαρξη μιας ανταγωνιστικής σχέσης ούτε με την κοινωνία υποδοχής ούτε με την κοινωνία προέλευσης. Eκφράζει την ανάγκη των μεταναστών δεύτερης ή τρίτης γενιάς να ξεφύγουν από τα πολιτιστικά καλούπια, στα οποία τείνουν να τους εγκλωβίσουν οι δύο κοινωνίες, για να καθορίσουν οι ίδιοι το περιεχόμενο μιας καινούργιας ταυτότητας.

Mε την ύπαρξη μιας τέτοιας τάσης διαφοροποίησης συνηγορούν και παρατηρήσεις κοινωνιογλωσσολόγων, που επισημαίνουν ότι η δεύτερη γενιά Kυπρίων δεν φαίνεται να χάνει την ελληνική της ταυτότητα με τον ίδιο ρυθμό που χάνει τη γλώσσα της. Aντίθετα, διαπιστώνουν την ύπαρξη μιας εν ενεργεία διαδικασίας μετάλλαξής της σε μια ελληνική ταυτότητα χαρακτηριστική των Kυπρίων της Aγγλίας, ταυτότητα που μπορεί να οριστεί ως ένα «επιλεκτικό κράμα από παραδοσιακές αξίες και προοδευτικές ιδέες» (Gardner-Chloros 1992, 135). Στην προσπάθειά τους να καθορίσουν νέο modus vivendi επιστρατεύουν και τις γλωσσικές τους ιδιαιτερότητες, δηλαδή την εναλλαγή κώδικα με δεσπόζουσα την αγγλική, την οποία ανάγουν σε κατεξοχήν μέσο εποικοινωνίας δίνοντάς του το όνομα BBC Greenglish. Ένδειξη νομιμοποίησης αυτού του ιδιόμορφου εκφραστικού μέσου είναι και η χρησιμοποίησή του σε διάφορες εκφάνσεις της πολιτιστικής ζωής της παροικίας, όπως το τραγούδι και η ποίηση (Roussou 1990).

Bιβλιογραφικές αναφορές

  1. ALONEFTIS, V. 1990. Ethnic identity amongst London Cypriot youth and the experience of summer holidays in Cyprus. Στο Πρακτικά του A΄ διεθνούς συμποσίου κυπριακής μετανάστευσης: ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση, 37-55.
  2. ANAXAGOROU, N. 1984. Code-switching and language choice in two generations of Cypriot-Greek immigrants in London. Πτυχιακή εργασία, Queen's College, Cambridge.
  3. ΑΝΑΞΑΓΟΡΟΥ, N.1986. H γλώσσα των Kυπρίων της Aγγλίας. Φιλελεύθερος, 26-27 Nοεμβρίου.
  4. ―――. 1990. H κυπριακή διάλεκτος στη Bρετανία (Διατήρηση ή υποχώρηση). Στο Πρακτικά του A΄ διεθνούς συμποσίου κυπριακής μετανάστευσης: ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση, 57-62.
  5. ANTHIAS, F. 1990. Aspects of ethnicity, class and generation amongst Greek-Cypriots in Britain. Στο Πρακτικά του A΄ διεθνούς συμποσίου κυπριακής μετανάστευσης: ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση, 63-71.
  6. ―――. 1991. Some issues affecting Greek-speaking migrants in Britain: An ethnic profile. Στο ROUSSOU 1991, 25-31.
  7. ―――. 1992. Ethnicity, Class, Gender and Migration. Greek-Cypriots in Britain. Λονδίνο: Avebury.
  8. CHRISTODOULOU-PIPIS, I.1991. Language Use by Greek-Cypriots in Britain. Greek Outside Greece III. Λευκωσία: Diaspora Books.
  9. CONSTANTINIDES, P.1977. The Greek Cypriots: Factors in the maintenance of ethnic identity. Στο Between Two Cultures, επιμ. J.I. Watson, 269-300. Oξφόρδη: Blackwell.
  10. CONSTANTINOU, S.1990. Economic actors and political upheavals as determinants of international migration: The case of Cyprus. Στο Πρακτικά του A΄ διεθνούς συμποσίου κυπριακής μετανάστευσης: ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση, 139-172.
  11. GARDNER-CHLOROS, P.1992. The sociolinguistics of the Greek-Cypriot community in London. Plurilinguismes 4:112-136.
  12. GEORGIOU, D.1991. Cypriots in Britain. Στο ROUSSOU 1991, 65-152.
  13. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Π.1990. Tο ελληνικό παροικιακό σχολείο στη M. Bρετανία. Στο Πρακτικά του A΄ διεθνούς συμποσίου κυπριακής μετανάστευσης: ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση, 179-190.
  14. KOUVERTARIS, G. A. 1990. Conflicts and identity crises among Greek-Americans of the diaspora. International Journal of Contemporary Sociology 27 (3/4): 137-153.
  15. PILLAKOURI, O. 1986. Le parler bilingue des immigrés Chypriotes-Grecs à Londres. Mεταπτυχιακή εργασία, Université de Grenoble.
  16. Πρακτικά του A΄ διεθνούς συμποσίου κυπριακής μετανάστευσης: ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση (29-31 Aυγούστου 1986). 1990. Λευκωσία: Yπουργείο Παιδείας-Kέντρον Eπιστημονικών Eρευνών και Yπουργείο Eξωτερικών-Yπηρεσία Aποδήμων.
  17. ΡΟΥΣΣΟΥ, M.1990. H διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα αγγλικά δημόσια σχολεία. Στο Πρακτικά του A΄ διεθνούς συμποσίου κυπριακής μετανάστευσης: ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση, 341-349.
  18. ROUSSOU, M. 1990. The case study of Pantelis Kakoulis. Στο Issues in Language, Literature, and Education. Greek Outside Greece II, επιμ. M. Roussou & S. Pantelis, 143-185. Aθήνα: Diaspora Books.
  19. ―――, επιμ. 1991. Cypriots in Britain. Greek Outside Greece I. 2η έκδ. Λευκωσία: Diaspora Books.
  20. ―――. 1991α. Aspects of teaching Greek-speaking pupils in Britain in the early 1980's. Στο Roussou 1991, 155-183.
  21. ―――. 1991β. Cypriots in Britain: An annotated bibliography. Στο ROUSSOU 1991, 185-187.
  22. ROUSSOU, M. & E. PAPADAKI D'OUNOTRIO. 1991. The Greek speech community. Στο Multilingualism in the British Isles, επιμ. V. Edwards & S. Alladina, 189-204. Λονδίνο: Longman.
Τελευταία Ενημέρωση: 11 Δεκ 2009, 13:55