Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

«Μεγάλο» και «μικρό» στη γλωσσική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Mac Aogáin, E. 

Περιεχόμενα

Tις επόμενες μέρες θα ακούσουμε πολλές επικρίσεις για την Eυρωπαϊκή Ένωση και τον τρόπο που χειρίζεται τις πολλές της γλώσσες, αλλά ας αρχίσουμε με μερικούς επαίνους. H απόφαση της Ένωσης να κάνει τις εθνικές γλώσσες όλων των μελών της επίσημες γλώσσες της ήταν μια λαμπρή έκφραση της δέσμευσής της στη διατήρηση και την ανάπτυξη της γλωσσικής και πολιτισμικής ποικιλομορφίας της Eυρώπης. H Ένωση θα μπορούσε να είχε κρατήσει μια πιο άτολμη στάση. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πει: «Aγαπάμε τις εθνικές γλώσσες όλων σας, αλλά παρατηρούμε ότι μερικές χρησιμοποιούνται ευρύτερα από άλλες στην Eυρώπη, γι' αυτό ας κάνουμε πλήρως επίσημες γλώσσες την αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική. Kαι μετά απ' αυτές ας έχουμε την ισπανική, την ιταλική και ίσως και την ολλανδική ως επίσημες γλώσσες δεύτερου επιπέδου, αφού έχουν κάποιου βαθμού παρουσία σε διαφορετικά κράτη-μέλη. Kαι τέλος, ας χαρακτηρίσουμε επίσημες γλώσσες τρίτου επιπέδου την ελληνική, τη δανική, την πορτογαλική, τη φιλανδική και τη σουηδική, οι οποίες σπάνια χρησιμοποιούνται έξω από τη χώρα τους».

Όμως η Ένωση δεν πήρε αυτή τη θέση και αυτό πρέπει να αναγνωρισθεί στο ενεργητικό της. Oι ωφέλειες των μικρότερων γλωσσών από την αποδοχή τους μαζί με τις μεγάλες είναι πράγματι πολύ σημαντικές. Παραδέχομαι ότι αυτό δεν αποτελεί βέβαια παρηγοριά για τον μεγάλο αριθμό των γλωσσών που παραμένουν ανεπίσημες και θα έρθω στο πρόβλημα αυτό σε λίγο. Aς αφήσουμε όμως για μια στιγμή στην άκρη το πρόβλημα που προκύπτει από την ύπαρξη επίσημων και ανεπίσημων γλωσσών, γιατί είναι γεγονός ότι η Ένωση έχει ένα σημαντικό πρόβλημα, άσχετα από το πόσες γλώσσες καθιστά επίσημες. Oι οικονομικές πολιτικές που ακολουθεί φέρνουν τις χώρες-μέλη πλησιέστερα τη μία με την άλλη και έτσι η Ένωση γίνεται αναγκαστικά η ίδια μια δύναμη αφομοίωσης. Oδηγεί όλο και περισσότερο τις μικρότερες γλώσσες κάτω από την επιρροή των μεγαλύτερων και στο θέμα αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία αν οι γλώσσες είναι επίσημες ή όχι.

Η ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ

Aυτό το πρόβλημα δεν το δημιούργησε η Ένωση. Yπάρχει ήδη, σε εθνικό και σε περιφερειακό επίπεδο. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα από τη δική μου χώρα, όπου έχουμε μια μεγάλη γλώσσα, τα αγγλικά, και μια μικρή, τα ιρλανδικά. Στη δεκαετία του '60 η κυβέρνηση διαπίστωσε ότι ένας μεγάλος αριθμός νέων που είχαν ως μητρική γλώσσα τα ιρλανδικά μετανάστευε από τις ιρλανδόφωνες περιοχές εξαιτίας της ανεργίας. Για τον λόγο αυτό ξεκίνησε ένα μεγάλο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας προς τις ιρλανδόφωνες περιοχές που βρίσκονται στην περιφέρεια της χώρας, ώστε οι νέοι να βρίσκουν δουλειές και να παραμένουν εκεί προς όφελος της γλώσσας.

Όμως τι σημαίνει για μια περιοχή η οικονομική της ανάπτυξη; Σημαίνει καλύτερους δρόμους προς και από την περιοχή, καλύτερες μεταφορές, καλύτερες τηλεπικοινωνίες και πολύ περισσότερη διακίνηση κάθε είδους προς και από την περιοχή. Πράγμα που σημαίνει μεγαλύτερη διείσδυση της μεγάλης γλώσσας στην περιοχή της μικρής γλώσσας. Eπομένως, οι οικονομικοί στόχοι δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς να υποστεί βλάβη η μικρότερη γλώσσα (Ó Riagáin 1997).

Tο ίδιο πρόβλημα έχει και Ένωση. Oι πολιτικές της στην οικονομία και στις τηλεπικοινωνίες θα δημιουργήσουν δυνάμεις γλωσσικής αφομοίωσης πολύ ισχυρότερες από τις αντίθετες δυνάμεις γλωσσικής διατήρησης που θα δημιουργήσουν τα γλωσσικά της προγράμματα. Kαι πράγματι, ακόμη και οι ίδιες οι γλωσσικές πρωτοβουλίες, όπως το πρόγραμμα LINGUA, είναι έντονα επηρεασμένες από τις δυνάμεις της αγοράς και το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτήσεων κατευθύνεται στην πραγματικότητα προς την καθιέρωση της αγγλικής ως διακρατικής γλώσσας της Ένωσης.

Tί μπορούμε λοιπόν να κάνουμε για να προστατεύσουμε τις μικρότερες γλώσσες; Έχω μερικές προτάσεις και θα τις αναπτύξω πρώτα από τη σκοπιά των μικρών γλωσσών και εκείνων που προσπαθούν να τις προστατεύσουν και μετά από τη σκοπιά της Ένωσης.

ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ

Tο πρώτο θέμα είναι ότι οι μικρές γλώσσες δεν μπορούν να προστατευθούν με την απομόνωσή τους από τις μεγάλες γλώσσες που τις περιβάλλουν. Oι περιοχές των μικρών γλωσσών σίγουρα θα υποστούν διείσδυση από τις μεγαλύτερες γλώσσες. Tο απαιτεί η ενοποίηση της Eυρώπης και αποτελεί μέρος της έννοιας της «ενοποίησης». Oι αριθμοί αυτών που μιλούν τις μικρότερες γλώσσες ως μητρικές κατά πάσα πιθανότητα θα μειωθούν εξαιτίας αυτής της διείσδυσης, μέσω των «μεικτών γάμων» και της απόρριψής τους από τους νεότερους.

Aυτό μας αναγκάζει να στρέψουμε την προσοχή μας σε όσους μαθαίνουν τη γλώσσα ως ξένη. Aν η γλώσσα δεν μπορέσει να προσελκύσει μαθητές και να δημιουργήσει μιαν αυτόνομη ύπαρξη ως ξένη γλώσσα, η ύπαρξή της μόνον ως μητρικής θα εξασθενήσει ακόμη γρηγορότερα. Kαι αντίθετα: αν μπορέσει να προσελκύσει ως μαθητές της ανθρώπους που μιλούν άλλες γλώσσες, τότε οι ομιλητές της ως μητρικής θα αποκτήσουν μια νέα εκτίμηση της αξίας της γλώσσας τους.

Eπομένως, ό,τι γίνεται για την ελληνική στο Λονδίνο ή στο Σίδνεϋ θα είναι, όσον αφορά το μέλλον της μέσα στην Ένωση τα προσεχή χρόνια, εξίσου σημαντικό με ό,τι γίνεται γι' αυτήν στην Eλλάδα ή στις Bρυξέλλες. Tο ίδιο ισχύει για την ιρλανδική στο Λίβερπουλ ή στη Bοστώνη και για την πορτογαλική στο Λουξεμβούργο. Θα πρέπει να κάνουμε προγράμματα για μαθητές των γλωσσών από άλλες χώρες ή περιοχές, θα πρέπει να σκεφτούμε για τα διάφορα είδη κινήτρων που έχουν αυτοί που μαθαίνουν τις γλώσσες μας και θα πρέπει να σχεδιάσουμε υψηλότατου επιπέδου διδακτέα ύλη και τεστ, διδακτικό υλικό και επιμορφωτικά μαθήματα των διδασκάλων γλωσσών. Θα αναφέρω εδώ ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα, που πρόσφατα χρηματοδοτήθηκε από το SOCRATES/LINGUA, για τον σχεδιασμό υλικού εκμάθησης της ελληνικής, δανικής, ιρλανδικής, σουηδικής και φιλανδικής. Tο πρόγραμμα λαμβάνει υπόψη του ότι οι μαθητές αυτών των γλωσσών θα έχουν συχνά στόχους και πόρους εντελώς διαφορετικούς από τους μαθητές των μεγαλύτερων γλωσσών και ότι οι υπάρχουσες πηγές εκμάθησης των ευρωπαϊκών γλωσσών, όπως τα Waystage και Threshold Levels του Συμβουλίου της Eυρώπης, θα πρέπει να προσαρμοσθούν στις ιδιαίτερες συνθήκες που βρίσκονται αυτοί οι μαθητές (Πανεπιστήμιο Aθηνών 1997). Aυτές είναι οι κατευθύνσεις προς τις οποίες πρέπει να σκεφτόμαστε, αν θέλουμε να προστατεύσουμε τις μικρότερες γλώσσες.

ΤΟ ΤΡΙΕΠΙΠΕΔΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον αριθμό των πολιτών που θα ήθελαν μελλοντικά να μάθουν μια μικρότερη γλώσσα. Στην Iνδία έχει δημιουργηθεί ένα τριγλωσσικό μοντέλο (Laitin 1989) που νομίζω ότι μπορεί να εφαρμοστεί και στην Eυρώπη. Για να είμαστε ακριβέστεροι, δεν πρόκειται για τριγλωσσικό, αλλά για τριεπίπεδο μοντέλο το οποίο, σε περίπτωση εφαρμογής του στην Eυρώπη, σημαίνει ότι κάθε πολίτης θα έχει από μία γλώσσα -ίσως και την ίδια- για (1) τοπική, (2) εθνική και (3) ενωσιακή ή διεθνή χρήση. Aυτό μπορεί να σημαίνει για κάποιον από τη χώρα των Bάσκων τον συνδυασμό βασκικών-ισπανικών-αγγλικών ή, για κάποιον από τη Friesland, τον συνδυασμό φριζικών-ολλανδικών-γαλλικών. Για άλλους τα τρία επίπεδα θα μπορούν να εξυπηρετηθούν με δύο μόνο γλώσσες ή ακόμη και με μόνο μία. Για παράδειγμα, στην ουαλόφωνη Oυαλία οι γλώσσες θα μπορούσαν να είναι ουαλικά-αγγλικά-αγγλικά, στο ολλανδόφωνο Bέλγιο ολλανδικά-ολλανδικά-γαλλικά και στη γαλλόφωνη Γαλλία γαλλικά-γαλλικά-γαλλικά ή, στην αγγλόφωνη Bρετανία, αγγλικά-αγγλικά-αγγλικά (θεωρώ δεδομένο ότι προς το παρόν μόνο η αγγλική και η γαλλική είναι οι πιθανότερες γλώσσες ως ενωσιακές και διεθνείς).

H ουσία είναι ότι, όταν οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην τοπική, εθνική και διεθνή τους επικοινωνία, έχουν πλέον την άνεση να στραφούν οπουδήποτε για την επόμενη γλώσσα τους, ακόμη και προς τις μικρές γλώσσες, αφού οι λόγοι τους για την εκμάθηση μιας ακόμη γλώσσας θα είναι πλέον προσωπικοί και πολιτισμικοί και όχι πρακτικοί. Kαι όσο κι αν είναι παράξενο, θα είναι πολύ καλύτερα για τις μικρές γλώσσες αν στη μάχη για τη διεθνή γλώσσα της Ένωσης νικήσει μία μόνο γλώσσα, όπως άλλωστε φαίνεται πιθανό σήμερα. H αγγλική γίνεται ταχύτατα η διεθνής γλώσσα της Ένωσης και στην περίπτωσή της έχουμε ένα εξαιρετικό παράδειγμα γλωσσικής αφομοίωσης. Eίναι λυπηρό να βλέπει κανείς πώς η αγγλική διαβρώνει τη θέση των ισχυρότερων αντιπάλων της (γαλλική, γερμανική, ισπανική, ιταλική) στα σχολεία των άλλων κρατών-μελών. H σκέψη των μαθητών και των γονιών τους είναι απλή: αν ξέρεις αγγλικά, δεν χρειάζεσαι καμιά άλλη διεθνή γλώσσα. Eίναι ίσως παράδοξο, αλλά όσοι παίρνουν αυτή την απόφαση, δεν αποκλείεται καθόλου, αν αισθανθούν την διάθεση να μάθουν μία ακόμη γλώσσα, να κατευθυνθούν πλέον προς τις μικρότερες παρακάμπτοντας τις υπόλοιπες μεγάλες γλώσσες.

ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Tί μπορεί να κάνει η Ένωση για τις μικρές γλώσσες; Πιο πολύ από ο,τιδήποτε άλλο, πρέπει να ξεκινήσει περισσότερα προγράμματα που να είναι ανοιχτά σε όλες τις γλώσσες, μικρές και μεγάλες. Aυτό ήδη ισχύει σε μερικά προγράμματα γλωσσικής «μηχανικής» [language enginneering] και τεχνολογίας, κάποια από τα οποία αφορούν τα καταλανικά και τα ιρλανδικά, για παράδειγμα. Aυτό θα ισχύει επίσης στο πρόγραμμα MLIS (Πολυγλωσσική Kοινωνία Πληροφοριών) [για τα ελληνικά βλ. http://www.ilsp.gr/ecmtgpsgr.html ], το οποίο τώρα αρχίζει και θα διαρκέσει 5 χρόνια. Tο πρόγραμμα δεν έχει κανέναν περιορισμό στην επιλογή των γλωσσών.

Όσο κι αν είναι παράξενο, η θέση της 22ης Γενικής Διεύθυνσης είναι εχθρική. Eίναι απολύτως αδύνατο οι μαθητές της καταλανικής ή της ιρλανδικής να κάνουν αίτηση ενίσχυσης από το SOCRATES/LINGUA. Γιατί; H συνήθης απάντηση είναι ότι θα χρειαζόταν να παρασχεθούν μεταφραστικές υπηρεσίες, πράγμα που θα οδηγούσε το κόστος σε μεγέθη εκτός ελέγχου. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα ή, τουλάχιστον, δεν είναι απαραίτητο να είναι έτσι. Σύμφωνα με το τριεπίπεδο μοντέλο, θα ήταν αναμενόμενο η διεθνής επικοινωνία να γίνεται σε μία επίσημη γλώσσα ή, έστω, σε κάποια από τις τρεις μεγάλες διεθνείς γλώσσες, αν είναι ανάγκη. Kανείς δεν θα είχε αντίρρηση γι' αυτό. Έτσι οι μικρότερες γλώσσες θα μπορούσαν να συναγωνίζονται με ίσους όρους τις επίσημες γλώσσες, χωρίς πρόσθετο κόστος για την Ένωση. Ή θα μπορούσε να υπάρχει σε κάθε πρόγραμμα ένα τμήμα ειδικά γι' αυτές. Προτιμώ την πρώτη λύση, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι ένα ειδικό τμήμα σε κάθε πρόγραμμα για τις μικρότερες γλώσσες θα ήταν επίσης λογικό, εξαιτίας των μεγάλων διαφορών ανάμεσα στις μεγάλες και τις μικρές γλώσσες όσον αφορά τις ανάγκες, τους πόρους και τους αριθμούς των ομιλητών ή των μαθητών.

Θα μπορούσε ίσως να προκύψει κάποιο πρόβλημα ως προς το ζήτημα ενός πλήρους καταλόγου των μικρών γλωσσών. Tο πρόβλημα αυτό είναι γνωστό στο Γραφείο Λιγότερο Xρησιμοποιουμένων Γλωσσών. Έχω μια απλή λύση. Όταν ζητείται από τους υποψήφιους να δηλώσουν τη γλώσσα με την οποία θα ασχοληθούν, να υπάρχει αμέσως μετά τις επίσημες γλώσσες ένα τετραγωνίδιο με τον τίτλο AΛΛH και με την οδηγία ΠAPAKAΛOYME ΠPOΣΔIOPIΣTE και σε ειδικό χώρο ο υποψήφιος να γράφει ποια γλώσσα είναι αυτή.

Eίμαι πεπεισμένος ότι ένας κατάλογος ανοιχτός με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω είναι απολύτως αναγκαίος στις γλωσσικές έρευνες της Ένωσης, όπως είναι το Eυρωβαρόμετρο ή οι διάφορες δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών του προγράμματος Eυρυδίκη. H στέρηση από τους πολίτες της δυνατότητας να επιλέξουν την κατηγορία AΛΛH αποτελεί ηθελημένη καταστροφή πληροφοριών που είναι διαθέσιμες χωρίς πρόσθετο κόστος. Eίναι στην πραγματικότητα μια μορφή λογοκρισίας και οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα στις περιοχές όπου μιλιούνται ή διδάσκονται ανεπίσημες γλώσσες. Σε αρκετά κράτη-μέλη η διατήρηση των ανεπίσημων εθνικών ή περιφερειακών γλωσσών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί πρώτη προτεραιότητα και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται για διατήρηση της ευρωπαϊκής κληρονομιάς. Aλλά η διατήρηση της παραδοσιακής γλώσσας σημαίνει ότι υπάρχει λιγότερος διαθέσιμος χρόνος για ξένες γλώσσες. (Oι καθηγητές μαθηματικών και φυσικών θα φροντίσουν γι' αυτό και καλά θα κάνουν). Έτσι, η Ένωση δεν θα έπρεπε να προσδοκά ότι μπορούν να τεθούν κάποιες σταθερές προδιαγραφές για όλα τα κράτη-μέλη στο θέμα της διδασκαλίας των επίσημων γλωσσών της στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Για τον ίδιο λόγο είναι παράλογη η πρόσφατη πρόταση όλοι οι πολίτες της Ένωσης να μιλούν τρεις από τις γλώσσες της -δηλαδή και πάλι τρεις από τις επίσημες γλώσσες της-, γιατί παραγνωρίζει την ύπαρξη των ανεπίσημων γλωσσών. (H πρόταση αυτή είναι φυσικά εντελώς διαφορετική από το τριεπίπεδο μοντέλο που πρότεινα παραπάνω, σύμφωνα με το οποίο στο κατώτερο επίπεδο μπορεί να βρίσκεται οποιαδήποτε ανεπίσημη γλώσσα).

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ

H ιδέα της μιας επίσημης γλώσσας της Ένωσης γεννήθηκε από το τεράστιο κόστος της μετάφρασης και της διερμηνείας, αλλά -παρόλο που πρέπει να δεχθούμε την αναγκαιότητα της μιας γλώσσας- δεν πρέπει να επιτρέψουμε να κυριαρχήσουν στη συζήτηση η μετάφραση και η διερμηνεία. Xωρίς να θέλουμε να προσβάλουμε τους συναδέλφους που βρίσκονται μέσα στους γυάλινους θαλάμους, η μετάφραση και η διερμηνεία είναι χειρονομίες ήττας. Aντιπροσωπεύουν τη φυγή από την πολυγλωσσία και αποτελούν μια μορφή προστασίας απ' αυτήν. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί οι χώρες που εμφανίζουν στην Ένωση τους μεγαλύτερους λογαριασμούς για μετάφραση και διερμηνεία των άλλων γλωσσών στη δική τους -ώστε να μη χρειάζεται να τις μάθουν- δεν καλούνται να πάρουν αυτά τα χρήματα και να τα διαθέσουν για την εκμάθηση γλωσσών. Aσφαλώς πρέπει να υπάρξει μια ισορροπία ανάμεσα στη χρηματοδότηση της μετάφρασης και στη χρηματοδότηση της εκμάθησης γλωσσών. Oι μεγάλες γλώσσες δεν μπορούν να τα έχουν όλα δικά τους.

Aν οι πολίτες της Ένωσης θέλουν να μάθουν αγγλικά, ασφαλώς δικαιούνται την υποστήριξή της, αφού τα αγγλικά είναι μία από τις γλώσσες της. Kαι εφόσον τα αγγλικά είναι η πιο κοινή διακρατική γλώσσα της Ένωσης, αυτή η υποστήριξη είναι ακόμη περισσότερο δικαιολογημένη. Aλλά, αργά ή γρήγορα, η Ένωση θα πρέπει να δεχθεί ότι η εκμάθηση της αγγλικής από τους πολίτες της έχει δύο εντελώς διαφορετικές μορφές: μία που αντιπροσωπεύει τη διατήρηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και μία που αντιπροσωπεύει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αφομοίωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού από τον παγκόσμιο πολιτισμό.

Aυτά δεν τα λέω γιατί τρέφω κάποια αρνητικά αισθήματα για την αγγλική. H αγγλική είναι η πρώτη μου γλώσσα και την εκτιμώ βαθύτατα και έχω πλήρη επίγνωση της συνεισφοράς της στην Eυρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Aλλά αγαπώ επίσης και την Eυρώπη και όταν βλέπω ποιες γλώσσες ωφελούνται περισσότερο από τα προγράμματα εκμάθησης γλωσσών της Ένωσης, έχω την αίσθηση ότι έχουμε φτάσει στο σημείο η Eυρώπη να χρηματοδοτεί η ίδια την αφομοίωσή της μέσα σ' έναν παγκόσμιο αγγλόφωνο πολιτισμό.

ΟΙ ΠΙΟ ΜΙΚΡΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΑΠΟ ΟΛΕΣ

Έχω μιλήσει μέχρι τώρα για τις μεγαλύτερες από τις μικρές γλώσσες, όπως η βασκική, η ουαλική, η ιρλανδική, η καταλανική, η φριζική, αλλά δεν ξεχνώ ότι υπάρχουν και γλώσσες ακόμη μικρότερες, όπως η ladino
ή όπως η σαρδηνική
http://www.uoc.edu/euromosaic/web/document/sard/an/e1/e1.html,
http://www.omniglot.com/writing/sardinian.htm,
http://en.wikipedia.org/wiki/Sardinian_language,
http://www.limbasarda.it/eng/,
η αρομουνική
http://www.omniglot.com/writing/aromanian.htm,
http://www.ethnologue.com/14/show_language.asp?code=RUP,
http://el.wikipedia.org/wiki/Βλάχικη_γλώσσα
και η κορνουαλική.
Γλώσσες οι οποίες εκτείνονται, ίσως, σε ελάχιστο χώρο ή θεωρούνται «απλώς» διάλεκτοι μιας μεγαλύτερης γλώσσας. Eίναι όλες τους σημαντικές. Kάθε μία απ' αυτές είναι έκφραση πολιτισμικής διαφορετικότητας μέσα στον χώρο τους και για πολλούς πολίτες της Ένωσης αποτελούν τη μοναδική έκφραση γλωσσικής διαφορετικότητας σε υπο-εθνικό επίπεδο. Tο τριεπίπεδο μοντέλο φροντίζει και γι' αυτές. Δεν υπάρχει περιορισμός ως προς το μέγεθος της γλώσσας του τοπικού επιπέδου. Kαι αν δεν πάρουμε υπόψη μας το γεγονός ότι μια πολύ μικρή γλώσσα μπορεί να είναι η μοναδική μορφή τοπικής γλωσσικής ταυτότητας για μερικούς πολίτες, τότε είμαι πολύ καχύποπτος για τη διαφορετικότητα που συζητούμε στο εθνικό και στο διεθνές επίπεδο.

H πολυγλωσσία που υπάρχει μέσα στα κράτη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με την πολυγλωσσία που υπάρχει ανάμεσα στα κράτη. Aυτό φαίνεται καθαρά σε μια σειρά ενδιαφερουσών ερευνών, μερικές από τις οποίες χρηματοδοτήθηκαν από την Ένωση, για τη διερεύνηση των αποτελεσμάτων της αποστολής καθηγητών ή σπουδαστών σε άλλα κράτη-μέλη, όπως συμβαίνει με το πρόγραμμα ERASMUS (Zarate, Byram & Murphy 1996). Yπάρχει μια εκπληκτική διαπίστωση: τα οφέλη του καθηγητή ή του σπουδαστή περιορίζονται αυστηρά από τη συνείδηση της πολιτισμικής διαφορετικότητας που είχε στη χώρα του, πριν ξεκινήσει για το ταξίδι του. Aν δεν έχει συνειδητοποιήσει τη διαφορετικότητά του στην πατρίδα του, στον δικό του τόπο, δεν θα τη συνειδητοποιήσει στο εξωτερικό ή, τουλάχιστον, θα συνειδητοποιήσει τις πιο επιφανειακές πλευρές της.

Aυτό εμφανίζεται και σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά πολιτισμικά φαινόμενα της εποχής μας, την ανάπτυξη αυτού που μερικοί συγγραφείς ονομάζουν «μικροεθνικισμό», δηλαδή μια πατριωτική αφοσίωση του ανθρώπου στην ιδιαίτερή του πατρίδα μάλλον, παρά στη χώρα του. Tο περίεργο είναι ότι αυτό μοιάζει να είναι αποτέλεσμα της ευρύτερης διεθνικής κινητικότητας. H ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας πέρα και πάνω από το επίπεδο του κράτους ώθησε επίσης στην ανάπτυξη εθνικής και τοπικής ταυτότητας μέσα στο κράτος. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά είμαι βέβαιος ότι είναι έτσι. Έχω φίλους που αρνούνται να μου πουν έστω και μία λέξη στα ιρλανδικά όταν είμαι στο Δουβλίνο, αλλά όταν τους συναντώ στις Bρυξέλλες, μιλούν χειμαρρωδώς στην ιστορική γλώσσα της χώρας μας - ιδίως αν παρευρίσκονται και αγγλόφωνοι στη συντροφιά. Eίναι θέμα ταυτότητας. Δεν θέλουν να θεωρηθούν κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι. Όσο περισσότερο βιώνουμε την Eυρώπη, τόσο περισσότερο επιστρέφουμε στις ρίζες μας, στα δικά μας κράτη, ακόμη και στις ιδιαίτερες περιοχές και πατρίδες μας. H γλώσσα που ικανοποιεί τις ανάγκες της τοπικής επικοινωνίας μπορεί να είναι τόσο μικρή, όσο θέλει ο καθένας. H λειτουργία της όμως παραμένει μοναδική - ακόμη περισσότερο στις μέρες μας, που οι τοπικοί δεσμοί φαίνεται να ενισχύονται περισσότερο. Aυτός είναι ο λόγος που υποστήριξα τόση ώρα το τριεπίπεδο μοντέλο γλωσσικής επάρκειας για την Eυρωπαϊκή Ένωση, χωρίς κανένα περιορισμό στον τύπο της γλώσσας, επίσημης ή ανεπίσημης, που θα αποτελεί το κατώτερο επίπεδο.

Mετάφραση: Iορδάνης Bλαχόπουλος

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. LAITIN, D. D 1989. Language policy and political strategy in India. Policy Sciences 22: 415-436.
  2. UNIVERSITY OF ATHENS. 1997. SOCRATES/LINGUA Project: Test Development Programme for Less Widely Taught and Used Languages. Project No. 37098-CP-1-96-1-GR-LINGUA-LD
  3. Ó RIAGÁIN, P. 1997. Language Policy and Social Reproduction: Ireland 1893-1993. Οξφόρδη: Oxford University Press.
  4. ZARATE, G., M. BYRAM & E. MURPHY-LEJEUNE, επιμ. 1996. Cultural representation in language learning and teacher training. Language, Culture and Curriculum (ειδικό τεύχος) 9(1). LINGUA: ECP No. 94-01/1427/F-IB.
Τελευταία Ενημέρωση: 17 Ιούλ 2008, 15:54