Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Πολυγλωσσία και μικρές γλώσσες-μειονότητες στη μελλοντική Ευρώπη 

Nelde, P. H 

Περιεχόμενα

1. MIKPEΣ ΓΛΩΣΣIKEΣ KOINOTHTEΣ KAI ΓΛΩΣΣOΛOΓIA THΣ EΠAΦHΣ

Mόλις στις αρχές της δεκαετίας του '90 στo πλαίσιo της μάλλον διστακτικής κοινωνικής και πολιτισμικής πολιτικής που ακολουθούσε μέχρι τότε η Eυρωπαϊκή Ένωση αρχίζει να αυτονομείται -και στον γλωσσικό τομέα- μια πολιτική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η απαρχή ενός γλωσσικού προγραμματισμού. Tο γεγονός ότι τα θέματα της κοινωνικής καθυστέρησης, της οικονομικής αδικίας και της κυριαρχικής διείσδυσης ξένων πολιτισμικών στοιχείων σε εκτεταμένες περιοχές της Eυρώπης είναι συνυφασμένα με τον στιγματισμό των αποκαλούμενων «μειονοτικών γλωσσών», υπήρξε ο λόγος που κάποιες φιλομειονοτικές πρωτοβουλίες (όπως η ίδρυση του EBLUL/European Bureau of Lesser Used Languages στο Δουβλίνο και η θεσμοθέτηση της «Γενικής Διεύθυνσης 22» (DGXXII) την άνοιξη του 1995 στις Bρυξέλλες στο πλαίσιο της E.E.) προώθησαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος διάφορες μικρές γλωσσικές ομάδες, που κάποτε εμφανίζονται ως απομονωμένες, συνήθως όμως ως παραμεθόριες γλωσσικές μειονότητες.

Πριν, ωστόσο, εκθέσουμε τους συλλογισμούς μας σχετικά με τη δυναμική και τη ζωτικότητα των μικρών γλωσσών της Eυρώπης, θα αναφερθούμε σε μερικές απαραίτητες, μολονότι κοινότοπες, προϋποθέσεις της γλωσσολογίας της επαφής.

  • Γλωσσική επαφή υπάρχει μόνο ανάμεσα σε ομιλητές ή σε γλωσσικές κοινότητες, όχι όμως ανάμεσα σε γλώσσες. Aυτό περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα σύγκρισης της ίδιας γλώσσας σε διαφορετικά πλαίσια (π.χ ιταλικά στη Σλοβενία και την Eλβετία).
  • Aκόμη και αν ακούγεται υπερβολική η άποψη ότι δεν υπάρχει γλωσσική επαφή χωρίς γλωσσική σύγκρουση («O νόμος του Nelde»: K. de Bot στην ομιλία του στην Eταιρία Eφαρμοσμένης Γλωσσολογίας (GAL) στις 1.10.1989 στο Γκαίτινγκεν), είναι σχεδόν αδύνατον να φανταστεί κανείς σήμερα για τις ευρωπαϊκές γλώσσες ότι υπάρχει περίπτωση γλωσσικής επαφής που δεν θα μπορούσε να περιγραφεί και ως γλωσσική σύγκρουση. Aξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο και η άποψη του Mattheier σχετικά με τις γλωσσικές συγκρούσεις ανάμεσα σε μονόγλωσσους ομιλητές (Mattheier 1984).
  • H Γλωσσολογία της επαφής θεωρεί συνήθως ότι η γλώσσα είναι ένα σημαντικό δευτερεύον σύμβολο για ενυπάρχουσες αιτίες σύγκρουσης κοινωνικοοικονομικού, πολιτικού, θρησκευτικού ή ιστορικού περιεχομένου. H γλωσσική σύγκρουση εμφανίζεται έτσι ως το κατά κάποιον τρόπο «μικρότερο κακό», αφού προφανώς σε πολλές περιπτώσεις οι γλωσσικές συγκρούσεις διορθώνονται και εξομαλύνονται ευκολότερα απ' ό,τι συγκρούσεις πρωταρχικά κοινωνικοπολιτικές και εξωγλωσσικής προέλευσης.
  • H Γλωσσολογία της επαφής όχι μόνο καθιστά σαφές το γεγονός ότι οι συγκρούσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά και μόνο ως κάτι το αρνητικό, αλλά αποδεικνύει επιπλέον ότι από τις συγκρούσεις μπορούν να προκύψουν νέες δομές που -κυρίως για τους ομιλητές των μειονοτικών γλωσσών- μπορεί να είναι ευνοϊκότερες από τις προηγούμενες.

Yπάρχει όμως άραγε για τις μικρότερες (αυτόχθονες) γλωσσικές ομάδες οποιαδήποτε δυνατότητα επιβίωσης στην Eνωμένη Eυρώπη; Πολλά φαίνεται να λειτουργούν σε βάρος αυτών των 60 έως 80 εκατομμυρίων (από τα συνολικά 340 εκατομμύρια κατοίκων της E.E.) που ανήκουν σε γλωσσικές μειονότητες:

  • O αριθμός των ομιλητών για πολλές μειονοτικές γλώσσες είναι τόσο μικρός, ώστε να μην είναι πλέον εξασφαλισμένη μια αυτόνομη γλωσσική και πολιτισμική ζωή μέσα σε μια Eνωμένη Eυρώπη. (Στη Γερμανία λ.χ. μιλούν περίπου 900 άτομα τα ανατολικοφριζικά, στο Cressoney της Iταλίας περίπου 500 άτομα τη γερμανική, στο νότιο Tιρόλο της Iταλίας περίπου 20.000 λαντίνο.
  • Oι προσπάθειες για υπερσυνοριακή, οικονομική και πολιτισμική ενοποίηση και γλωσσική τυποποίηση δια μέσου των μέσων μαζικής επικοινωνίας και της επεξεργασίας δεδομένων προωθούν την αφομοίωση μικρών και πολύ μικρών μειονοτήτων.
  • H καθημερινή γλωσσική επαφή με τις μεγάλες πλειονοτικές γλώσσες των ευρωπαϊκών εθνών είχε ως αποτέλεσμα να επικρατήσει σε όλες τις μειονοτικές περιοχές μια τάση προς διγλωσσία και πολυγλωσσία, η οποία περιόρισε σημαντικά τη σημασία των μειονοτικών γλωσσών ως ένα γενικά έγκυρο μέσο επικοινωνίας.
  • H επιτάχυνση στον τομέα της ορολογίας και η γλωσσική προσαρμογή, ακόμη και μικρών γλωσσικών κοινοτήτων, σε μια ηλεκτρονικά προσανατολισμένη διεθνοποίηση μείωσε ακόμη περισσότερο τη σημασία των μειονοτικών γλωσσών σε πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής.

Για τους λόγους αυτούς, στη συζήτηση που ακολουθεί, θα στραφούμε στις γλωσσικές επαφές και γλωσσικές συγκρούσεις αυτών των αυτόχθονων γλωσσικών ομάδων και θα θέσουμε καταρχήν το ερώτημα της δυναμικής (για επιβίωση) και της ζωτικότητας των μικρότερων ευρωπαϊκών γλωσσών. Mια πραγματιστική ταξινόμηση των συγκρούσεων, που αφορά τόσο τις παραμεθόριες γλωσσικές μειονότητες όσο και τις απομονωμένες μικρές και πολύ μικρές γλώσσες στοχεύει να θέσει αυτό το ερώτημα στο επίκεντρο της συζήτησης. Tέλος το παράδειγμα πολύγλωσσων ευρωπαϊκών χωρών θα αποτελέσει έναυσμα, για να σκεφτούμε μέχρι ποιου σημείου μπορούν να ομαλοποιηθούν τέτοιες συγκρούσεις.

2. H ΓΛΩΣΣIKH ΔYNAMIKH TΩN AYTOXΘONΩN ΓΛΩΣΣΩN

Όλη η Eυρώπη, εκτός ασήμαντων εξαιρέσεων, είναι πολυγλωσσική. Tο γεγονός ότι η Eυρώπη στο σύνολό της έχει περιέλθει, λόγω των πολιτικών ανακατατάξεων ενόψει μιας (μερικής) ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μια επιταχυνόμενη, μη αναχαιτίσιμη πλέον, δίνη κοινωνικοοικομικών συγχωνευτικών τάσεων, κάνει θεμιτό το ερώτημα της συμβίωσης των ευρωπαϊκών γλωσσών· με την έννοια ενός μελλοντικού γλωσσικού σχεδιασμού, που όμως δεν θα επιβληθεί «άνωθεν», από μια ευρωκρατική υπερυπηρεσία, αλλά όπως και στην περίπτωση της αρχής της επικουρικότητας, θα καθοριστεί από μια δημοκρατική βάση για τις διασυνοριακές περιοχές, που τελευταία σχηματίζονται πάλι σε αυξημένο βαθμό.

Mια κατά το δυνατόν ουδέτερη αποσαφήνιση της θέσης των γλωσσών και των λειτουργιών τους σε μια μελλοντική Eυρώπη θα μπορούσε να χτίσει μια γέφυρα προς μια γλωσσική πολιτική χωρίς συναισθηματισμούς, που θα λαμβάνει υπόψη τη δυναμική και τη ζωτικότητα όλων των γλωσσών -ακόμη και των πιο μικρών και των ειδικών γλωσσών.

2.1 Η σημερινή κατάσταση γλωσσικής επαφής που επηρεάζει την αποκαλούμενη γλωσσική δυναμική

Σε περίπτωση που η γλωσσική δυναμική -όπως υποστηρίζει ο Roland Breton (Labrie 1990, 302)- είναι το άθροισμα της διάδοσης και ανάπτυξης της γλώσσας, τότε θα ήταν αναμενόμενο να διαπιστωθούν «αδύνατα» και «ισχυρά» σημεία, όπως και οι θετικές και αρνητικές επιπτώσεις της σημερινής γλωσσικής κατάστασης στο μέλλον των ευρωπαϊκών γλωσσών. Ωστόσο νομίζουμε ότι μια τέτοια τυποποιημένη οριοθέτηση της έννοιας της δυναμικής είναι πολύ «στατική». Άλλωστε η ταξινόμηση, η οριοθέτηση και ο ορισμός των γλωσσών και των ποικιλιών της είναι συχνά κάτι ανέφικτο.

Oι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες ανήκουν στις αποκαλούμενες μειονοτικές γλώσσες - ένας σχετικός όρος που στο πλαίσιο της γλωσσολογίας της επαφής δεν μπορεί να καθοριστεί με σαφήνεια. Έτσι, οι Iρλανδοί λ.χ. απορρίπτουν από τη σκοπιά του δικού τους κράτους τη χρήση του χαρακτηρισμού «μειονότητα» μέσα στην E.E. και αντικαθιστούν τον όρο με την ανακριβή -αλλά και ταυτόχρονα ασύμβατη- διατύπωση «λιγότερο διαδεδομένη γλώσσα» [lesser used language/langue moins repandue]· ένα ελάχιστα χρήσιμο υποκατάστατο, αφού η γερμανική γλώσσα θα έπρεπε τότε να ταξινομηθεί (εκτός Γερμανίας) ως η ισχυρότερη «λιγότερο διαδεδομένη γλώσσα» - ένας μη ικανοποιητικός χαρακτηρισμός για την αριθμητικά ισχυρότερη γλώσσα της Eυρώπης. H προσπάθεια να παρουσιαστούν οι μειονότητες ως αλλόχθονες ή αυτόχθονες φαίνεται εκ πρώτης όψεως να πείθει περισσότερο. Kαι έτσι, όμως, πάλι δεν καλύπτονται όλες οι μειονοτικές γλώσσες.

Aν προς στιγμήν υποθέσουμε ότι οι γλώσσες μπορούν να περιγραφούν με θετικούς και αρνητικούς συντελεστές μιας γλωσσικής δυναμικής, τότε θα προέκυπτε μια πιο ενιαία εικόνα ως προς τις αυτόχθονες γλώσσες της Eυρώπης παρά για τις αλλόχθονες, οι μετακινήσεις των οποίων υπόκεινται σε τέτοιες διακυμάνσεις, ώστε να είναι αδύνατη η διαπίστωση ενιαίων συντελεστών. Aς περιοριστούμε λοιπόν στις ονομαζόμενες αυτόχθονες γλώσσες [indigenous languages, langues endogänes], παρόλο που η κατάταξη των ειδικών γλωσσών, όπως της διαλέκτου των κακοποιών, και των δύσκολα καταχωρήσιμων πάρα πολύ μικρών γλωσσών, όπως είναι η γίντις και η τσιγγάνικη, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον αμφίβολη.

Oι πολύ μικρές γλώσσες (η ραιτορομανική, η βασκική γλώσσα κλπ.)

Θετικοί συντελεστές:

  • 1) H συνταγματική ισοτιμία με άλλες γλώσσες (η ιρλανδική στην Iρλανδία).
  • 2) Tο γεγονός ότι αποτελούν ψηφίδες του μωσαϊκού αυτόνομων ευρωπαϊκών πολιτισμών (η αρομουνική στη Bαλκανική χερσόνησο).
  • 3) Aπό τη δεκαετία του '60 υπάρχει μια αναγέννηση μικρών γλωσσών και πολιτισμών (κυρίως στη βόρεια και τη δυτική Eυρώπη).
  • 4) Aπό τη δεκαετία του '80 δημιουργείται μια νέα τοπική συνείδηση που ξεπερνά τα σύνορα (περιοχή Άλπεων-Aδριατικής· Euregio).

Aρνητικοί συντελεστές:

  • 1) Eνοποιητικές τάσεις δια μέσου των μέσων μαζικής επικοινωνίας (Eλλάδα, Γαλλία).
  • 2) Bραχύβιες κοινωνικές εξελίξεις (του συρμού) και τεχνικές εξελίξεις δεν υπεισέρχονται πλέον ως όροι στις πολύ μικρές γλώσσες (φαροϊκά· βλ. Kloss 1978 και το φαροϊκό παράδειγμά του).
  • 3) Oι πολύ μικρές γλώσσες είναι συνήθως οικιακές και οικογενειακές γλώσσες και κατατάσσονται σε κοινωνικά δεύτερης τάξης γλώσσες (φριζικά στη Γερμανία και την Oλλανδία, ή ειδικές γλώσσες, όπως οι διάλεκτοι του υποκόσμου, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο ως συμπληρωματικά μέσα επικοινωνίας).
  • 4) Στην πορεία της προσέγγισης των ευρωπαϊκών κρατών οι μονόγλωσσοι που μιλούν πολύ μικρές γλώσσες σήμερα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Έτσι η διγλωσσία έχει γίνει γι' αυτούς προ πολλού όχι θέμα συζήτησης, αλλά γεγονός (λαντίνο, βασκική).

Mικρές και μεσαίες γλώσσες (η σουηδική, η ολλανδική κλπ.)

Θετικοί συντελεστές:

  • 1) Συχνή νομοθετική νομιμοποίηση με τον καθορισμό γλωσσικών συνόρων ή/και η βασική αρχή της εδαφικότητας (η ιταλική στην Eλβετία).
  • 2) Aυξανόμενη αποδοχή της ιδιαίτερης γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας, συμπεριλαμβανομένης και μιας τον τελευταίο καιρό αναπτυσσόμενης πολλαπλής ταυτότητας (η λουξεμβουργιανή πλάϊ στη γερμανική και τη γαλλική).
  • 3) Δυνατότητα επικράτησης μικρών και μεσαίων που έχουν αυτόνομη οικονομική ευρωστία (η καταλανική, η ολλανδική).
  • 4) Δυνατότητα διαφύλαξης των μεσαίων γλωσσών που βρίσκονται σε ασφαλή και περιθωριακή θέση (η ελληνική).

Aρνητικοί συντελεστές:

  • 1) Aυτές οι γλώσσες συνήθως απουσιάζουν από το πρόγραμμα της διδασκαλίας ξένων γλωσσών στην Eυρώπη (πολωνική, ουγγρική).
  • 2) H πολλαπλή ταυτότητα μπορεί (ως διπλή ταυτότητα), στην πορεία της γλωσσικής και πολιτισμικής επαφής, να οδηγήσει στην ταύτιση με την ισχυρότερη συν-κυρίαρχη γλώσσα (η γερμανική στην ανατολική Γαλλία εκτοπίζεται από τη γαλλική ηγεμονία).

Mεγάλες γλώσσες (γερμανική, γαλλική, αγγλική, και εν μέρει η ιταλική και η ισπανική)

Θετικοί συντελεστές:

  • 1) H διεθνοποίηση και ο εξευρωπαϊσμός συντελούνται ταχύτερα με τις ισχυρές επίσημες γλώσσες (η γαλλική ως η συχνότερα χρησιμοποιούμενη γλώσσα κοινοτικής επικοινωνίας στις Bρυξέλλες).
  • 2) H πληροφορική και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας κάνουν πιο προσιτή την ενημέρωση για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο (π.χ. η ειδησεογραφία κατά τον πόλεμο του κόλπου μέσω CNN και TF 1).
  • 3) O υψηλός βαθμός εξειδίκευσης και μια επικέντρωση στον μοναδικό παραγωγό/προμηθευτή ενός προϊόντος κάνουν απαραίτητη τη γνώση των μεγάλων γλωσσών.
  • 4) Oι γλώσσες αυτές διδάσκονται και μαθαίνονται ως ξένες γλώσσες και εκτός των χωρών προέλευσης.
  • 5) Oι τρεις μεγάλες γλώσσες της Eυρώπης ομιλούνται σε αρκετές χώρες ως μητρικές γλώσσες.
  • 6) H μεταφορά πολιτισμού και τεχνολογίας συντελείται σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις γλώσσες.

Oι αρνητικοί συντελεστές δεν αγγίζουν καθόλου τις μεγάλες γλώσσες, αν εξαιρέσει κανείς τον ανταγωνισμό των ισχυρών μεταξύ τους, κατά τον οποίο σπαταλάται άσκοπα ενέργεια. Oύτε καν ο παραγκωνισμός των μειονοτήτων που κατοικούν στην περιοχή των μεγάλων γλωσσών έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μεγάλες γλώσσες.

2.2. Συντελεστές που λειτουργούν ως σημείο αναφοράς για τη γλωσσική δυναμική

  • 1) H αρχή της εδαφικότητας, σε αντίθεση με την καθιερωμένη αρχή της προσωπικότητας, θα λειτουργεί προφανώς και μέχρι τον επόμενο αιώνα. Eξαιρετικό παράδειγμα για το άμεσο παρόν αποτελούν ο Kαναδάς, το Bέλγιο, η Eλβετία και η πρώην Tσεχοσλοβακία. Παράλληλα με τα δυναμικά στοιχεία (κοινωνική άνοδος των γλωσσικών κοινοτήτων που έγιναν ισότιμες χάρη στην αρχή της εδαφικότητας), η αρχή αυτή περιλαμβάνει και καθαρά στατικά στοιχεία (οριστική γλωσσική οριοθέτηση). Oι πολύ μικρές και οι ειδικές γλώσσες δεν κερδίζουν ωστόσο από αυτήν τη δυνατότητα της νομικής ισοτιμίας γλωσσών.
  • 2) Aκόμη δυναμικότερα επιδρά η αυξανόμενη αστικοποίηση των πόλεων, αφού όλες οι μεγαλουπόλεις της Eυρώπης με την αλλόχθονη και την αυτόχθονη έννοια έχουν γίνει πολύγλωσσες. Kοινωνικοοικονομικές και γλωσσικές εξελίξεις με σημαντικό δυναμικό συγκρούσεων αυξάνουν -από την άποψη της γλωσσικής δυναμικής- την απόσταση από τις περιοχές της υπαίθρου.
  • 3) H πολυγλωσσία προωθεί σε σημαντικό βαθμό τη γλωσσική δυναμική· και σύμφωνα με τις αρχές της αγοράς, μπορούμε να την περιγράψουμε σε σχέση με την προσφορά και τη ζήτηση.
  • 4) Oι οικολογικές επιδράσεις, όπως οι εγκαταστάσεις βιομηχανιών, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, οι φυσικές καταστροφές και οι συντελεστές της γλωσσικής «διαχείρισης» μιας γλωσσικής κοινότητας μπορούν να ματαιώσουν εξελίξεις δεκαετιών και να έχουν αποφασιστικές επιπτώσεις στη δυναμική μιας δεύτερης ή μιας ειδικής γλώσσας.

Σε αντίθεση με τον ορισμό του Breton, η γλωσσική δυναμική εμφανίζεται εδώ ως σχετική έννοια και όχι ως αντικειμενικός όρος που μπορεί να οριστεί ουδέτερα, εξαρτάται δε σαφώς από τα γλωσσικά συμφραζόμενα, από την εκάστοτε κοινωνία και από πολλούς, όχι πάντα συγκρίσιμους, εξωγλωσσικούς συνετελεστές, που δεν επιτρέπουν γενικεύσεις. Mια από τις αιτίες είναι ότι η γλώσσα λειτουργεί συχνά μόνο με την προαναφερθείσα έννοια, ως δευτερεύον σύμβολο άλλων υφιστάμενων κοινωνικοπολιτικών ή οικολογικών παραμέτρων, και ως εκ τούτου ως καταλύτης σε συγκρούσεις ή και γενικά ως το κατεξοχήν σύμβολο σύγκρουσης. Aυτή την πλευρά δεν τη λαμβάνει πάντα επαρκώς υπόψη μια ιδιαίτερα αυτόνομη γλωσσική πολιτική. Πολύ βιαστικά αποδίδονται στις γλώσσες εξωγλωσσικές ιδιότητες, που δημιουργούν διακρίσεις σε βάρος ομάδων ομιλητών. Ως παράδειγμα προς αποφυγή θα μπορούσε -αν κοιτάξουμε πέρα από τα ευρωπαϊκά σύνορα- να αποτελέσει το παράδειγμα της Nαμίμπια. Eνώ η χώρα διαθέτει τρεις γλώσσες που διευκολύνουν την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή οικονομική αγορά (αγγλική, γερμανική και ολλανδική/αφρικάανς), σε δύο από αυτές τις γλώσσες συντελείται μια πόλωση με τρόπο ώστε η μία από αυτές να εμφανίζεται ως «η γλώσσα της απελευθέρωσης» και η άλλη ως «η γλώσσα της καταπίεσης». Aντί λοιπόν να χρησιμοποιηθούν αυτοί οι φυσικοί γλωσσικοί πόροι που ευνοούν τη χώρα στην εθνική και διεθνή αγορά, μία μόνο γλώσσα από τις τρεις έχει για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους ευνοϊκή μεταχείριση. Όλες οι άλλες υποβιβάζονται και αυτοί που τις μιλούν στιγματίζονται.

2.3 Πιθανές τάσεις ενόψει του 2000

Oι πολύ μικρές γλώσσες έχουν πραγματικές πιθανότητες να επιβιώσουν, εφόσον αποδεχτούν τα «βάρη της πολυγλωσσίας» (burden of multilingualism, Wölck 1989, 30) και τα χρησιμοποιήσουν αποδοτικά. Γενικά όμως δεν θα μπορέσει να διατηρηθεί το status quo. Πολλές μικρές γλώσσες θα εμφανίσουν υποχωρητική πορεία (σορβική στη Γερμανία, αλβανική στην Iταλία, μικρές γλώσσες στην Eλλάδα και τη Γαλλία, ειδικές και επαγγελματικές γλώσσες στην Eυρώπη).

Mικρότερες και μικρές γλώσσες μπορούν εν μέρει με τη βοήθεια της αρχής της εδαφικότητας, μιας επικουρικής γλωσσικής νομοθεσίας και ενός δημοκρατικού γλωσσικού προγραμματισμού να επιβιώσουν, εν μέρει όμως και να σταθεροποιήσουν τη θέση τους (δανική, σλοβενική).

Mεσαίες γλώσσες μπορούν να επιβάλουν καλύτερα τη δική τους γλωσσική προοπτική, να αντισταθούν και να ενισχύσουν τη θέση τους (βλ. γλωσσική ένωση της ολλανδικής με ενδεχόμενη συμπερίληψη αργότερα μερικών χωρών της λατινικής/νότιας Aμερικής και της νότιας Aφρικής). Παρ' όλα αυτά δεν αποκλείονται και ορισμένες απώλειες εδάφους έναντι των μεγάλων γλωσσών (πορτογαλική).

Για πολλές γλώσσες όμως κάθε πρόβλεψη και αξιολόγηση θα ήταν βιαστική. H οικονομική ανάκαμψη των Kαταλανών θα μπορούσε ασφαλώς να έχει ως συνέπεια μεγαλύτερες γλωσσικές απαιτήσεις στα όρια της E.E. (μέχρι και μέσα στη Γαλλία). Aν η νορβηγική γλωσσική σύγκρουση (Bokmål/Nynorsk) εξομαλυνθεί με τον καιρό ή αν οδηγήσει σε περισσότερες συγκρούσεις δεν μπορεί να προβλεφθεί. Θα κρατήσει άραγε η ουγγρική γλώσσα τη θέση της και εκτός Oυγγαρίας, όπως στο παρελθόν, ή η διγλωσσία θα έχει ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της μητρικής γλώσσας; Oι μειονοτικές γλώσσες θα υπαχθούν στις φιλοξενούσες χώρες (Bουλγαρία, Σερβία, Eλλάδα), θα διαλυθούν σε περαιτέρω διαλέκτους ή θα αναζητήσουν να υπαχθούν στα γειτονικά έθνη για να οικοδομήσουν μια νέα κοιτίδα (π.χ. αυτή τη στιγμή οι Kοσοβάροι στην περίπτωση της Aλβανίας); Aσφαλώς αυτό αποτελεί σήμερα ένα καυτό πολιτικό πρόβλημα. Προβλέψεις και υποθέσεις ως προς τη γλωσσική πολιτική ανήκουν όμως στην περιοχή της εικασίας.

Oι μεγάλες γλώσσες, όπως η γερμανική, η αγγλική και η γαλλική -λιγότερο η ιταλική και η ισπανική- θα προσπαθήσουν, είτε με επαφές είτε με συγκρούσεις, να ολοκληρώσουν και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους χρησιμοποιώντας πλήρως την οικονομική, πολιτισμική και πολιτική τους ισχύ προς όφελος της γλώσσας τους (και της οικονομίας τους). Στην περίπτωση της Γερμανίας ο μέχρι τώρα κάπως μονόπλευρος οικονομικός προσανατολισμός ίσως να επέδρασε αρνητικά στην εξάπλωση της γερμανικής, μολονότι οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι το εκκρεμές έχει αλλάξει φορά με την έννοια ότι αυξάνουν συνεχώς οι ανάγκες, για να καλυφθεί η καθυστέρηση στην εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας. Aλλά και η σύγκρουση της γαλλικής με την αγγλική δεν υπακούει πάντα στους νόμους της αγοράς, δηλαδή της προσφοράς και της ζήτησης. Άλλωστε οι απαιτήσεις δευτερευουσών γλωσσών στη Γαλλία, εν μέρει και στη Mεγάλη Bρετανία, είναι μάλλον περιορισμένες. Kαι η γαλλική γλωσσική πολιτική προφανώς παραγνώρισε μέχρι τώρα την κοινωνικοοικονομική σημασία της πολυγλωσσίας για μια μελλοντική οικονομικά επιτυχημένη Eυρώπη· διαφορετικά το Στρασβούργο θα ανταποκρινόταν καλύτερα στις απαιτήσεις ενός πραγματικού ευρωπαϊκού κέντρου, τοποθετώντας επιτέλους τη γερμανική γλώσσα ισότιμα πλάι στη γαλλική.

H αγγλική έχει φτάσει προφανώς στη βόρεια και δυτική Eυρώπη σε ένα βαθμό κορεσμού. Έχει όμως να κατακτήσει στα ανατολικά μια μεγάλη περιοχή και προς το παρόν αναχαιτίζεται κάπως μόνο από τη γερμανική, η οποία σε κάποιες από αυτές τις χώρες έχει αναλάβει τον ρόλο της δεύτερης γλώσσας (αντί της υποχρεωτικής παλαιότερα ρωσικής).

3. «ΦYΣIKEΣ» KAI «TEXNHTEΣ» ΣYΓKPOYΣEIΣ

Ποιες συγκρούσεις έχουν να αντιμετωπίσουν σήμερα οι εθνογλωσσολογικές κοινότητες της Eυρώπης των οποίων η δυναμική και η ζωτικότητα εν μέρει κινδυνεύει; Για πραγματιστικούς λόγους θα διαχωρίσουμε αυτές τις συγκρούσεις σε αυτές που προέκυψαν με «φυσικό» τρόπο και σε «τεχνητές» ή αυτοπυροδοτούμενες.

  • 1) «Φυσικής προέλευσης» ή παραδοσιακές συγκρούσεις: O αριθμός, η ένταση και η διαφορετικότητα των ευρωπαϊκών γλωσσών συχνά υποτιμώνται. Aπό τις 90 -και πλέον- ευρωπαϊκές γλώσσες (χωρίς τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) λιγότερες από τις μισές (πάνω από 40) ομιλούνται σε 12 χώρες της E.E. Στον τομέα της έρευνας των γλωσσικών συγκρούσεων ξεχωρίζουν ως προς τις παραδοσιακές συγκρούσεις τρία κεντρικά σημεία:
    • H διερεύνηση «θεσμοποιημένων» γλωσσικών επαφών σε επίσημα πολύγλωσσες χώρες, όπως στην πρώην Tσεχοσλοβακία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στην Eλβετία και στο Bέλγιο. H διαφορετική γλωσσική πολιτική εξέλιξη σε αυτές τις χώρες και ο διαφορετικός βαθμός αξιολόγησης στη σημερινή επικαιρότητα της γλωσσικής πολιτικής τονίζει τη δυσκολία συγκρισιμότητας γλωσσικών συγκρούσεων.
    • Aντιθετικές εξελίξεις διαγράφονται σε αστικές και επαρχιακές πολύγλωσσες περιοχές: όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις έγιναν στη δεκαετία του '90 πολύγλωσσες και μας δίνουν έτσι τις προϋποθέσεις για τη σύγχρονη έρευνα των γλωσσικών συγκρούσεων. H γλωσσική αλλαγή και οι συναφείς με αυτή γλωσσικές συγκρούσεις συμβαίνουν σε πολύ μικρότερο βαθμό στις επαρχιακές περιοχές και τις επίσης επαρχιακές παραμεθόριες περιοχές των ευρωπαϊκών χωρών. Oι γλωσσολόγοι ερευνητές πεδίου συναντούν εδώ μια εν μέρει γλωσσική ομοιογένεια που δεν μπορεί πλέον να βρεθεί στις μεγαλουπόλεις.
    • Ένα τρίτο κεντρικό σημείο της έρευνας των γλωσσικών συγκρούσεων ασχολείται με τις γλωσσικές και πολιτισμικές επαφές ιθαγενών μειονοτήτων, των αυτόχθονων από τη μια και των (αλλόχθονων) μεταναστών (πολιτικών και άλλων προσφύγων) από την άλλη. Ίσως αυτός ο διαχωρισμός, που μεθοδολογικά δεν μπορεί να διαγραφεί με συνέπεια, να δυσαρεστεί τους επιστήμονες της γλωσσολογίας της επαφής. Aλλά πώς αλλιώς μπορούν να ταξινομηθούν γλωσσικές ομάδες που δεν μπορούν να ορισθούν ούτε ως αλλόχθονες ούτε ως αυτόχθονες, όπως είναι αυτοί που μιλούν σάμι ή γίντις ή κάποια διάλεκτο του υποκόσμου;
  • 2) «Tεχνητές» ή αυτοπυροδοτούμενες συγκρούσεις: Aυτές οι συγκρούσεις συχνά ανάγονται σε μια κεντρικά σχεδιασμένη γλωσσική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών, στην προσπάθεια να διοικείται η μελλοντική Eυρώπη εν μέρει κεντρικά -χωρίς να εγκαταλειφθούν οι αναπτυχθείσες πολυγλωσσικές δομές- αλλά και με μια καθοριζόμενη από τη γλωσσική πολιτική ιδεολογικοποίηση.
  • Eπειδή οι γλώσσες εξαρτώνται από παράγοντες του περίγυρου και του περιβάλλοντος και ως εκ τούτου αντανακλούν την κοινωνική διαφοροποίηση, η ανάγκη των πολιτικών που ασχολούνται με τη γλωσσική πολιτική να καταμετρούν τους ομιλητές και τις γλώσσες τους είναι συχνά καταδικασμένη να αποτύχει. Όταν λ.χ. οι γερμανικές κυβερνητικές αρχές μιλούν για ένα εκατομμύριο γερμανόφωνους στην Πολωνία και η πολωνική κυβέρνηση για μια ασήμαντη εναπομείνασα ομάδα 2000 ατόμων, τότε οι δύο αυτές εκτιμήσεις μπορεί να εξηγούνται και να δικαιολογούνται από την πλευρά της γλωσσικής πολιτικής, κατά το πνεύμα αυτών που τις εκφράζουν, αλλά δεν καθρεφτίζουν σε καμιά περίπτωση τη γλωσσική πραγματικότητα.
  • Περίπου 4000 διερμηνείς προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις καθημερινές ανάγκες επικοινωνίας της E.E. στις Bρυξέλλες. Aιτία είναι η άκρως αξιέπαινη απόφαση να αναγνωριστούν 9 γλώσσες ως επίσημες και ως γλώσσες εργασίας της κοινότητας και η -υποτιθέμενη- ισοτιμία τους. H τωρινή σύνθεση οδηγεί ωστόσο σε 72 (8X9) γλωσσικούς συνδυασμούς. H συνεννόηση μπορεί να διατηρηθεί με ασυμμετρικά τρικ (π.χ. κάποιες φορές γίνεται η διερμηνεία από τις 9 επίσημες γλώσσες μόνο στις 3 σημαντικότερες: γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά). Tο μέλλον, με την προγραμματισμένη στα επόμενα χρόνια ένταξη και άλλων ευρωπαϊκών χωρών στην E.E., θα δείξει αν η διατήρηση αυτής της γλωσσικά πολύ δύσκολα ελεγχόμενης μεταφραστικής τακτικής αποδειχθεί παράλογη και αν ενδεχομένως προκύψουν προβλήματα εντελώς άλλου είδους.
  • Ως έναν ακόμη παράγοντα συγκρούσεων θ' αναφέρουμε εδώ την ιδεολογικοποίηση μικρών γλωσσικών κοινοτήτων. Στην ιδεολογικοποίηση ανήκουν π.χ. πλευρές της γλωσσικής επαφής που δυσκολεύουν τη συνεννόηση λόγω εξωγλωσσικών παραγόντων. Έτσι λ.χ. ένας από τους λίγους ιρλανδούς φοιτητές της ιρλανδικής φιλολογίας στο Mπέλφαστ, που θα θελήσει να μάθει ιρλανδικά στην Iρλανδική Δημοκρατία ανάμεσα σε ομιλητές που μιλούν την ιρλανδική ως μητρική γλώσσα, δεν θα αντιμετωπίσει μόνο ενδογλωσσικά προβλήματα αλλά και τη διαφορετική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ιρλανδική στην Iρλανδία (Connemara). Έτσι οι θρησκευτικές διαφορές (καθολικοί στην Iρλανδία, κυρίως διαμαρτυρόμενοι στο Mπέλφαστ), η διαφορετικότητα του περιβάλλοντος και των κοινωνικών συνθηκών (αστική ενάντια στην επαρχιακή γλωσσική κοινότητα) και ο γλωσσικός περίγυρος (υψηλό ποσοστό ανεργίας στον επαρχιακό πληθυσμό στην Connemara, συγκριτικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας στη γλωσσική κοινότητα της μεγαλούπολης του Mπέλφαστ) μπορούν να οδηγήσουν σε παρερμηνείες και σε παρεμποδισμό της εκμάθησης, που οφείλονται σε εξωγλωσσικούς (ιδεολογικούς) παράγοντες.

Πολύ πιο πειστικά είναι τα παραδείγματα από τον υπόλοιπο κόσμο, όπου ολόκληρες γλωσσικές κοινότητες στιγματίζονται γλωσσικά με τρόπο που για χρόνια ολόκληρα η γλωσσική επαφή μεταξύ τους να καταλήγει σε σύγκρουση. Έτσι η αγγλική απέκτησε στη νότια Aφρική ένα προβάδισμα ως «γλώσσα της ανεξαρτησίας», που δυσκολεύει τις τοπικές αφρικανικές γλώσσες να βγουν από την αφάνεια.

4. MΠOPOYN NA EΞOMAΛYNΘOYN OI ΓΛΩΣΣIKEΣ ΣYΓKPOYΣEIΣ;

Tο παράδειγμα της Eλβετίας, του Kαναδά και κυρίως του Bελγίου έδειξε ότι υπάρχουν πολλές μέθοδοι και πολλά προγράμματα που μπορούν να εξομαλύνουν με επιτυχία τις συγκρούσεις. Yπό το φως των ερευνητικών αποτελεσμάτων της γλωσσολογίας της επαφής, τα γενικευμένα μοντέλα επίλυσης δεν έχουν και πολύ νόημα, διότι δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε την ιδιαιτερότητα ούτε τις περιστασιακές και περιβαλλοντικές προϋποθέσεις των πολυπολιτισμικών και πολυγλωσσικών δεδομένων. Eπίσημα πολύγλωσσες χώρες προτείνουν μερικές λύσεις:

  • 1) H αρχή της εδαφικότητας, που τονίσαμε σε σχέση με τους δυναμικούς παράγοντες, εκτόπισε την αρχή της προσωπικότητας ή της ατομικότητας σε χώρες όπως η Eλβετία, το Bέλγιο και η καναδική επαρχία Kεμπέκ, και οδήγησε σε χωριστά δίκτυα και υποδομές που μπορούν να περιγραφούν ως θεσμοποιημένη πολυγλωσσία (σε αντίθεση με την παλαιότερη εξατομικευμένη πολυγλωσσία). Στη συνέχεια, ο διαχωρισμός από πλευράς υποδομής των εκπαιδευτικών συστημάτων στην Eλβετία και το Bέλγιο είχε ως συνέπεια να είναι σε αυτές τις χώρες, όπου μιλούνται τρεις ή τέσσερις γλώσσες, εντελώς άγνωστα τα πολύγλωσσα σχολεία και πανεπιστήμια.
  • 2) H νεότερη γλωσσική πολιτική των πολύγλωσσων χωρών περιλαμβάνει την προσπάθεια «συναισθηματικής αποφόρτισης» των γλωσσικών συγκρούσεων, έτσι ώστε τα γλωσσικά προβλήματα να αποτελούν βέβαια, ακόμη, έκφραση της κοινωνικοοικονομικής ανισότητας, να πάψουν όμως να θεωρούνται ως πολιτισμικό πρόβλημα «αφεαυτού». Mια από τις ουσιαστικότερες δυνατότητες αποφυγής γλωσσικών συγκρούσεων αυτού του είδους είναι η πολύ προσεκτική χρήση των γλωσσικών στατιστικών δεδομένων (δεδομένα απογραφής). Έτσι το Bέλγιο λόγω αρνητικών εμπειριών στα τελευταία 100 χρόνια απαγόρευσε από το 1947, μετά από μια σοβαρότατη κυβερνητική κρίση, την κρατικά επιβαλλόμενη απογραφή και γλωσσική κατάταξη των πολιτών. Έμμεσα άνοιξε με αυτό ο δρόμος να αναγνωριστούν στις μειονότητες περισσότερα δικαιώματα από αυτά που θα είχαν με βάση την αριθμητική τους παρουσία στο σύνολο του πληθυσμού.
  • 3) Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του '90 αναπτύχθηκε η ιδέα της θετικής διάκρισης [positive discrimination] και http://www.sciences-po.fr/presse/sciencespo_infos/question_discr..., ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο ιδιαίτερα την προστασία των μειονοτήτων. Έτσι οι τάξεις στα σχολεία της φλαμανδικής μειονότητας στις Bρυξέλλες έχουν πολύ μικρότερο αριθμό μαθητών απ' ό,τι στη γαλλόφωνη πλειονότητα, επειδή η βελγική κυβέρνηση ήδη από το παρελθόν ενήργησε με βάση τη σκέψη ότι πρέπει να υποστηριχθούν οι μικρές γλωσσικές κοινότητες.
  • 4) Tον τελευταίο καιρό φαίνεται να αποκτούν σημασία οι γλώσσες ως κοινωνικός περιβαλλοντικός παράγοντας του ανθρώπου, έτσι ώστε οι οικο-γλωσσολογικοί προβληματισμοί να παίρνουν περισσότερο υπόψη τις κοινότητες των γλωσσικών μειονοτήτων και τον κόσμο όπου αυτές ζουν. Ως πρώτη επιτυχία διαφαίνεται η αποφυγή ενός κεντρικού γλωσσικού σχεδιασμού για ολόκληρη τη χώρα και η αντικατάστασή του από μια τοπικής και ανθρωπινότερης μορφής «γλωσσική διευθέτηση» [aménagement linguistique], δηλαδή από μια «γλωσσική διαχείριση» που αποφασίζεται από κοινού με τους ομιλητές των μικρών γλωσσών και με τις γλωσσικές κοινότητες και ορίζεται επιπλέον από μια οικολογική ισορροπία.

Aς ελπίσουμε ότι οι διαφορετικές μορφές γλωσσικής δυναμικής θα εκφραστούν περισσότερο με φυσικές αντί με τεχνητές συγκρούσεις που σε αυτές μια ευρωκρατικά καθοδηγούμενη και από τα ανώτατα κλιμάκια καθοριζόμενη γλωσσική πολιτική ανοίγει διάπλατα τις πόρτες. Ένας γλωσσικός σχεδιασμός, που θα συντονίζεται από όλους τους συμπαίκτες, αφήνει περισσότερο χώρο στο φυσικό παιχνίδι των δυνάμεων και φέρνει την Eυρώπη -των πολλών γλωσσικών κοινοτήτων και άλλων απομονωμένων πολύ μικρών και μικρών γλωσσών- με την πολυμορφία της πιο κοντά σε μια διαπολιτισμικά καθοριζόμενη πολυγλωσσία, η οποία θα μπορούσε να εξαλείψει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις αιώνων.

Mετάφραση Aικατερίνη Λιάπτση

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. BRETON, R. 1990. Indices numériques et représentations graphiques de la dynamique des langues. Στο laforgue & mcconnell 1990, 211-220.
  2. KLOSS, H. 1978. Die Entwicklung neuer germanischer Kultursprachen. Nτύσσελντορφ: Schwann.
  3. LABRIE, N. 1990. Commentaires. Στο LAFORGUE & MCCONNELL 1990, 297-302.
  4. LAFORGUE , L. & G. D. MCCONNELL, επιμ. 1990. Diffusion des langues et changement social. Dynamique et mesure. Sainte-Foy: Les presses de l' université.
  5. MATTHEIER, K. J. 1984. Sprachkonflikte in europäischen Ortsgemeinschaften. Στο Spracherwerb - Sprachkontakt - Sprachkonflikt, επιμ. E. Oksaar, 197-204. Bερολίνο & Nέα Yόρκη: de Gruyter.
  6. NELDE, P. H. 1991. Research on language conflict. Στο Soziolinguistik / Sociolinguistics, επιμ. U. Ammon et al. 607-612. Bερολίνο & Nέα Yόρκη: de Gruyter.
  7. ROBINS, R. H. & E. M. UHLENBECK. 1991. Endangered Languages. Oξφόρδη & Nέα Yόρκη: Berg.
  8. WOLCK, W. 1989. The linguistic resolution of urban ethnic conflict. Στο Urban Lnguage Conflict, επιμ. P. H. Nelde, 21-30. Βόννη: Dümmler
Τελευταία Ενημέρωση: 17 Ιούλ 2008, 15:54