Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Γλωσσική ομοιογένεια - Γλωσσική ποικιλομορφία 

Χριστίδης, Α.-Φ 

Γλωσσική ομοιογένεια-γλωσσική ποικιλομορφία: στις δυο αυτές εκδοχές γλωσσικής-πολιτισμικής πραγματικότητας μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στάσεις απέναντι στο γλωσσικό φαινόμενο -στάσεις που καθόρισαν την ιστορική πορεία των γλωσσών και οι οποίες εικονογραφούν τη δραστική λειτουργία αυτού που μπορεί να ονομαστεί αξιακή διάσταση της γλώσσας.

Το αίτημα της ομοιογένειας -και η πραγμάτωσή του σε διάφορους βαθμούς και σε διάφορες ιστορικές στιγμές- αναδεικνύει την εργαλειακή διάσταση της γλώσσας και την αναγκαιότητα αυτής της διάστασης. Τα γλωσσικά ομοιογενοποιητικά εγχειρήματα από την αρχαιότητα έως σήμερα (οι αρχαίες «κοινές» -ελληνική/αραμαϊκή-, οι standard εθνικές γλώσσες) κινητοποιήθηκαν από ιστορικές συγκυρίες που επέβαλαν -με διάφορους, ηγεμονικούς, τρόπους- ένα γλωσσικό μέσο ως κυρίαρχο εργαλείο επικοινωνίας μέσα σε νέες ιστορικές πραγματικότητες.

Η ποικιλομορφία ως γλωσσική πραγματικότητα αλλά και ως αίτημα -όπως διατυπώθηκε σε διάφορες ιστορικές στιγμές- αναδεικνύει την εκφραστική διάσταση της γλώσσας, τη γλώσσα ως στοιχείο ταυτότητας. Η περίπτωση των εθνικών γλωσσών της -ευρωπαϊκής, κατά κύριο λόγο- νεωτερικότητας αποκαλύπτει χαρακτηριστικά τη διαπλοκή ομοιογένειας και ποικιλομορφίας, εργαλειακότητας και εκφραστικότητας, διαπλοκή τόσο σε επίπεδο πραγματικότητας όσο και σε επίπεδο στάσεων, αξιών ή και μυθολογιών. Στο εσωτερικό του έθνους-κράτους προωθήθηκε η γλωσσική ομοιογενοποίηση και η εργαλειακή διάσταση της γλώσσας: δημιουργία της εθνικής, κοινής, standard γλώσσας στη βάση της «ισχυρής» -ιστορικά- διαλέκτου (η πελοποννησιακή στην ελληνική περίπτωση) και «στιγματισμός», περιθωριοποίηση της ενδογλωσσικής ποικιλομορφίας, δηλαδή των «ασθενών» διαλέκτων που δεν παρέχουν, πλέον, εγγυήσεις κοινωνικού γοήτρου και ανόδου. «Στιγματισμός», κατά μείζονα λόγο, την ενδοεθνικής αλλογλωσσίας.

Αν στο εσωτερικό του έθνους-κράτους προωθήθηκε η γλωσσική ομοιογενοποίηση και η εργαλειακή διάσταση της γλώσσας, στις προς τα έξω σχέσεις του το έθνος-κράτος μετατρέπεται σε απολογητή της γλωσσικής ποικιλομορφίας -ως μωσαϊκό εθνικών γλωσσών- και της εκφραστικής διάστασης της γλώσσας: η εθνική γλώσσα είναι η «ψυχή» του έθνους, που θα πρέπει να διατηρήσει την ιδιαιτερότητά της και την «καθαρότητά» της και να προστατευτεί από επιδράσεις και επιρροές που την «αλλοιώνουν» ή την «ρυπαίνουν».

Αυτή η εκδοχή (εθνική εκδοχή) απολογητικής της ποικιλομορφίας βασίζεται στην αμυντική λογική της προστασίας του έθνους και, απώτερα, σε μια αντίληψη για την εκφραστική διάσταση της γλώσσας που αρνείται τη βαθύτερη, άπατρι μήτρα της γλωσσικής ποικιλομορφίας: τη γείωσή της -και τη «διάλυσή» της- στην κοινή και ενιαία ανθρώπινη νόηση, τα όρια της οποίας καθορίζουν τη βαθύτερη ενότητα του γλωσσικού μωσαϊκού, της γλωσσικής Βαβέλ.

Αν στις προς τα έξω σχέσεις του -στην εξωστρέφειά του- το έθνος-κράτος φυσικοποιεί τη γλωσσική ποικιλομορφία με μια χαρακτηριστική άρνηση της σχέσης ειδικού και γενικού -της απώτερης ενότητας των γλωσσών-, στο εσωτερικό του φυσικοποιεί τη γλωσσική ομοιογένεια κατατάσσοντας τις αποκλίσεις -άλλες διάλεκτοι, άλλες γλώσσες- στον χώρο της παθολογικής παράβασης. Σ' αυτή τη μυθοποίηση βασίζεται, σε μεγάλο ποσοστό, η γλωσσική ιδεολογία του έθνους κράτους.

Η μυθοποίηση αυτή, ωστόσο, αντανακλά ιστορικές πραγματικότητες: τόσο η ομοιογένεια όσο και η ποικιλομορφία -καθώς και οι στάσεις που τις περιβάλλουν αλλά και τις παράγουν- είναι γεννήματα της ιστορίας. Δεν αποτελούν -ούτε η μία ούτε η άλλη- μια φυσική γλωσσική τάξη πραγμάτων που κινδυνεύει να διασαλευτεί. Θα ήθελα να μείνω για λίγο στο κρίσιμο αυτό ζήτημα. Το ομοιογενοποιητικό γλωσσικό εγχείρημα της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας των εθνικών κρατών συνδέεται στρατηγικά -τουλάχιστον από ένα χρονικό σημείο και μετά- με τις ανάγκες και τις προτεραιότητες μιας νέας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας: του ιστορικού καπιταλισμού και των αναγκών του για ομοιογενές εργατικό δυναμικό στην υπηρεσία της μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής. Η γλωσσική ομοιογενοποίηση δεν ήταν καθόλου άσχετη -το αντίθετο- με αυτή τη νέα πραγματικότητα. Αν επισημαίνω αυτή τη διάσταση, είναι για να επαναλάβω την ανάγκη να αντιμετωπίζεται το ζήτημα της ομοιογένειας και της ποικιλότητας με ιστορικούς όρους -με όρους σχετικούς και όχι απόλυτους.

Η φυσικοποίηση της πολιτισμικής-γλωσσικής ποικιλομορφίας -η αναγωγή της σε ένα φυσικό αγαθό που απειλείται με τον ίδιο τρόπο που απειλείται η φυσική βιοποικιλομορφία- δεν διαφέρει ποιοτικά, παρά την αντίθετη αφετηρία της, από τη φυσικοποίηση της ομοιογένειας στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας. Και στις δύο περιπτώσεις, ο χώρος της ιστορίας και της σχετικότητάς της καταργείται. Και στις δύο περιπτώσεις, η σχέση ειδικού και γενικού, μερικού και καθολικού, υφίσταται ανάλογη διαχείριση, παρά τα αντίθετα σημεία εκκίνησης

Ο ύμνος στην εθνική ομοιογένεια βασίζεται στην εξαφάνιση της διαφοράς προς όφελος μιας μερικής -και γι' αυτό πλαστής- καθολικότητας. Ο ύμνος στη διαφορά -κυρίως όπως διατυπώνεται σήμερα μέσω εννοιών όπως πολιτισμικότητα-πολυπολιτισμικότητα κλ.π- συρρικνώνει την έννοια της καθολικότητας σε μια επιφανειακή, παρατακτική -και γι' αυτό πλαστή- συνύπαρξη, υποθετικά ισότιμων ετεροτήτων (κοινοτικών, εθνοτικών, σεξουαλικών).

Στην ενορχήστρωση αυτού του ύμνου στη διαφορά κυριαρχούν, όπως πάντα, οι ισχυροί. Όπως σημειώνει ο Wallerstein (1999, 149), «όσοι είναι ισχυροί -πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά- έχουν την επιλογή της επιθετικότητας προς τους αδύνατους (ξενοφοβία) ή τη μεγαλόψυχη κατανόηση της "διαφοράς". Και στις δύο περιπτώσεις παραμένουν προνομιούχοι».

Και αυτός ο ύμνος στη διαφορά με ποιο τρόπο αφορά ή εμπλέκει τα ίδια τα υποκείμενα της διαφοράς και ειδικότερα τον μειονοτικό άνθρωπο, στις οριακότερες και οδυνηρότερες εκδοχές του; Ο ορατός κίνδυνος για τον καλοπροαίρετο υπέρμαχο της διαφοράς και των δικαιωμάτων στη διαφορά είναι η -εύκολη- διολίσθηση σε μια μορφή πατρονίας. Η πατρονία είναι μια μορφή διαχείρισης. Και η διαχείριση ωφελεί, εν τέλει, τους διαχειριστές. Για να γίνω ωμά συγκεκριμένος: τί κάνει κανείς μπροστά σ' έναν Ινδό χωρικό που διώχνει τους δασκάλους που έφτασαν στο χωριό του στο πλαίσιο ενός προγράμματος αλφαβητισμού, όταν αντιλαμβάνεται ότι το πρόγραμμα αυτό δεν θα του διδάξει την αγγλική γλώσσα -που τη θεωρεί εγγύηση επιτυχίας και ανόδου- αλλά την τοπική γλώσσα της περιοχής; (Mey 1999, 117). Το επιχείρημα ότι η τοπική ινδική γλώσσα είναι μνημείο της γλωσσικής και πολιτισμικής ποικιλομορφίας που απειλείται και πρέπει να διασωθεί, αφήνει, βέβαια, τους άμεσα ενδιαφερόμενους παγερά αδιάφορους, όσο, ενδεχομένως, αδιάφορους τους αφήνει το επιχείρημα της διαφύλαξης της ετερότητάς τους. Η ιστορία βρίθει από παραδείγματα γλωσσικής μετακίνησης που κινητοποιήθηκαν από εξωγλωσσικές ιστορικές συγκυρίες και καταναγκασμούς. Για τον Ινδό χωρικό το ζήτημα της γλώσσας και της διαφοράς είναι ένα ζήτημα ανισότητας και όχι ζήτημα στενά γλωσσικό ή πολιτισμικό. Αυτό που ζητά -ωμά, βίαια, αυθόρμητα- από τον δάσκαλο ή τον ερευνητή, είναι να σταθεί απέναντι στο πρόβλημα της γλώσσας και της διαφοράς στη βάση των ευρύτερων, συστατικών, κοινωνικών του όρων. Και αυτός ο δρόμος -που τον υποδεικνύουν τα ίδια τα υποκείμενα της διαφοράς, γιατί τον βιώνουν «στο πετσί» τους- είναι ο μόνος παραγωγικός δρόμος που σέβεται τα εμπλεκόμενα υποκείμενα και τη φύση του προβλήματος. Και είναι ο μόνος δρόμος για έναν κοινωνικό επιστήμονα που δεν αποδέχεται τον ρόλο της απολογητικής του υπαρκτού. Η μετακίνηση από μια πολιτισμική ή πολυπολιτισμική θεώρηση της γλώσσας και της διαφοράς σε μια κοινωνική θεώρησή της, δεν μπορεί παρά να θέσει με άλλους όρους το ζήτημα της σχέσης ειδικού-γενικού, μερικότητας και καθολικότητας -το ζήτημα με το οποίο «λογαριάστηκαν» όλα τα μεγάλα εξανθρωπιστικά οράματα του ιστορικού ανθρώπου. Και μέσα στη σχέση αυτή, η γλώσσα είναι μια σημαντική ψηφίδα, αλλά δεν είναι η κυρίαρχη.

Πιστεύω ότι έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα το ανοικτό ζήτημα μιας νέας εξανθρωπιστικής καθολικότητας -ζήτημα κατεξοχήν κοινωνικό- να προσεγγιστεί με βάση μια ιδιαίτερα διεισδυτική παρατήρηση που ανήκει στον Hobsbawm (1994, 245): «όταν η κοινωνία αποτυχαίνει, το έθνος εμφανίζεται ως η υπέρτατη εγγύηση». Αν ο εθνικισμός -αλλά και σε αρκετές εκδοχές του ο κοινοτισμός- είναι η παραίτηση από την κοινωνία, γιατί δεν πείθει ως έλλογη εξανθρωπιστική καθολικότητα, τότε χρέος όσων από εμάς επιμένουν να σκέφτονται την ουτοπία, είναι να μείνουν στην κοινωνία και στο όραμα του εξανθρωπισμού της.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. HOBSBAWM, E. 1994. Έθνη και εθνικισμός από 1780 μέχρι σήμερα. Μτφρ. Χ. Νάντρις. Αθήνα: Καρδαμίτσα.
  2. MEY,J. L. 1999. Οι φωνές της κοινωνίας. Στο «Ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 1ος τόμ., 112-120· 101-109 (αγγλικό κείμενο). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  3. WALLERSTEIN, I. 1999. Ούτε πατριωτισμός ούτε κοσμοπολιτισμός. Στο Υπέρ Πατρίδος: πατριωτισμός ή κοσμοπολιτισμός, επιμ. M. C. Nussbaum, μτφρ. Α.Τσότσορου & Ε. Μυστάκας. Αθήνα: Scripta.
Τελευταία Ενημέρωση: 19 Οκτ 2007, 11:21