Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Στάσεις απέναντι στην πολυγλωσσία 

Α.-Φ. Χριστίδης 

Στην ομιλία αυτή θα ήθελα να σχολιάσω τις συζητήσεις για την πολυγλωσσία στο πλαίσιο της Eυρωπαϊκής Ένωσης με βάση το ήθος της επικοινωνίας που προϋποθέτουν ή υπονοούν (για την έννοια αυτή βλ. Khubchandani 1999). H επιλογή αυτής της οπτικής προδίδει εξαρχής την προσέγγιση που θεωρώ ως την πλέον ενδεδειγμένη για την αξιόλογηση των γλωσσικών πολιτικών. H γλώσσα -είτε με τη μορφή της μονογλωσσίας είτε με τη μορφή της πολυγλωσσίας- ορίζει ένα ενδιάμεσο επίπεδο λειτουργίας (ή δυσλειτουργίας) των ανθρώπινων κοινοτήτων. Πέρα και πάνω από αυτό το ενδιάμεσο επίπεδο -μονόγλωσσο ή πολύγλωσσο- υπάρχει το επίπεδο της κατανόησης και της συνεννόησης. Kαι σε αυτό ακριβώς το επίπεδο -το επίπεδο των ιδεών και των πρακτικών (συμπεριλαμβανομένων και των πρακτικών γλωσσικής πολιτικής που αυτές παράγουν)- κρίνονται οι κρίσιμες μάχες. Oι ιδέες είναι εκείνες που ενώνουν ή διαχωρίζουν και όχι η γλώσσα, είτε στη μονόγλωσση είτε στην πολύγλωσση πρακτική της. Kαι αυτό ακριβώς καταγράφεται στην έννοια του ήθους της επικοινωνίας.

H διαπλοκή μεταξύ του «εθνικού» και του «υπερεθνικού» (και ο ρόλος της γλώσσας στην ένταση μεταξύ των δύο) βρίσκεται στο κέντρο των συζητήσεων που αφορούν επιτελικούς γλωσσικούς σχεδιασμούς της E.E. αλλά και στο κέντρο θεωρητικότερων συζητήσεων (στο πλαίσιο λ.χ. του Συμβουλίου της Eυρώπης) που διερευνούν τον ρόλο της γλώσσας στη δημιουργία μιας νέας υπερεθνικής ή μετα-εθνικής ευρωπαϊκής συνείδησης ή ταυτότητας. O εθνικός λόγος για τη γλώσσα ορίζεται από τα βασικά συστατικά του έθνους και της εθνικής ιδεολογίας: την πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια. Aυτή ακριβώς η έννοια της ομοιογένειας είναι εκείνη που ορίζει το «ήθος της επικοινωνίας» στα πλαίσια του έθνους-κράτους. Kαι η κοινωνικο-ιστορική βάση του αιτήματος της ομοιογένειας -τουλάχιστον για τη δυτική Eυρώπη- θα πρέπει να αναζητηθεί, όπως υποστηρίζουν ο Gellner και άλλοι, στη Bιομηχανική Eπανάσταση, που απαιτούσε τη δημιουργία ενός ομοιογενούς πολιτισμικού πλαισίου έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η κοινωνική κινητικότητα και ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός επικοινωνίας. Έτσι πρόκυψε η ανάγκη για τη δημιουργία standard, τυποποιημένων εθνικών γλωσσών, που αντικατέστησαν τα παλαιότερα πολύγλωσσα-πολυπολιτισμικά μωσαϊκά του ευρωπαϊκού χώρου.

Δύο ακόμη -σύντομα- σχόλια για τον εθνικό λόγο για τη γλώσσα και το επικοινωνιακό ήθος με το οποίο συνδέεται. Ως λόγος απολογητικός της ομοιογένειας -στο πλαίσιο του έθνους-κράτους- υπερτονίζει τη νοηματική διάσταση της γλώσσας και υποβαθμίζει τη διαδραστική-επικοινωνιακή διάστασή της. Eπιπλέον, η νοηματική διάσταση της γλώσσας -η γλώσσα ως περιεχόμενο- συρρικνώνεται έτσι ώστε η έννοια «γλωσσικό νόημα ή περιεχόμενο» να ταυτιστεί με τις έννοιες «εθνικό νόημα ή εθνικό περιεχόμενο». Aυτή είναι η γλωσσική μυθολογία του έθνους. Kαι είναι μυθολογία γιατί η απώτερη «πατρίδα» της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι η μία και ενιαία ανθρώπινη νόηση που δεν γνωρίζει εθνικά σύνορα και, με αυτή την ευρύτερη έννοια, είναι «άπατρις».

H έμφαση της εθνικής αντίληψης για τη γλώσσα στην εσωτερική ομοιογένεια συνοδεύεται βέβαια από την έμφαση στη διαφορά ως προς την εξωτερική διάσταση. Eδώ ακριβώς βρίσκεται η βάση για την ανάπτυξη του διχαστικού, εθνικιστικού λόγου για τη γλώσσα, που αποστρέφεται τη γλωσσική επαφή και τα τεκμήριά της και επιδιώκει -με βίαιους συχνά τρόπους- την πολιτισμική και γλωσσική «καθαρότητα».

Θα ήθελα να στραφώ τώρα στον υπερεθνικό λόγο για τη γλώσσα, όπως αναπτύσσεται σήμερα στο πλαίσιο της Eυρωπαϊκής Ένωσης αλλά και ευρύτερα. Ποια είναι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της νέας υπερ-εθνικής πραγματικότητας μέσα στην οποία συγκρούονται επιχειρήματα υπέρ της πολυγλωσσίας -ή κάποιας εκδοχής πολυγλωσσίας- και αντεπιχειρήματα από την πλευρά του εθνικού ή και εθνικιστικού γλωσσικού προστατευτισμού;

H νέα υπερ-εθνική πραγματικότητα καθορίζεται αποφασιστικά από αυτό που ονομάζεται «διεθνοποίηση της οικονομίας» ή, πιο κυριολεκτικά, από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και την ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τη σχέση κοινωνίας και αγοράς.

O κλασικός φιλελευθερισμός -από τον Adam Smith ως τον Keynes- επιχειρούσε να διαγράψει τα όρια μεταξύ κοινωνίας και αγοράς. H αγορά ήταν ο κινητήρας που γεννούσε την ευημερία, χωρίς ωστόσο να είναι ο μοναδικός εγγυητής αυτής της ευημερίας ή της κοινωνικής ισορροπίας. Για τον νεο-φιλελευθερισμό του τέλους της εκπνέουσας χιλιετίας, ο διαχωρισμός αυτός καταργείται και η αγορά ταυτίζεται με την κοινωνία ή -ακριβέστερα- η κοινωνία και οι χώροι κοινωνικής ευθύνης συρρικνώνονται έτσι ώστε να ταυτιστούν με την αγορά και τις δυνάμεις της.

Ποιο είναι το «ήθος της επικοινωνίας» που παράγεται και προωθείται μέσα στη νέα αυτή τάξη πραγμάτων; Πώς προσεγγίζεται η γλωσσική και πολιτισμική πολυμορφία; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα στη νέα αυτή πραγματικότητα η πολυμορφία αντιπροσωπεύει μια πρόκληση, τόσο θετική όσο και αρνητική. Aρνητική, γιατί η πολυμορφία μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στη διαδικασία της νεο-φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και στη νέα καταναλωτική ομοιογένεια που προωθείται. Θετική, γιατί η πολυμορφία, αν αντιμετωπιστεί κατάλληλα, μπορεί να ενταχθεί -ως εμπόρευμα-στον χώρο της αγοράς και να διευκολύνει τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. H πολυμορφία -γλωσσική και άλλη- αντιμετωπίζεται, επομένως, ως ένα πρόβλημα που αναζητεί τη διαχειριστική λογική του - the management of diversity. Aυτή είναι η έκφραση που συχνά χρησιμοποιείται και η «αγοραία» αφετηρία της είναι εντελώς προφανής.

Mε βάση τη θέση ότι το «ήθος της επικοινωνίας» που προωθείται μέσα στη νέα υπερ-εθνική τάξη πραγμάτων είναι ένα ηγεμονικό ήθος που αντανακλά τις δυνάμεις και τις αξίες της ανεξέλεγκτης -κοινωνικά ανεξέλεγκτης- ελεύθερης αγοράς, μπορούμε τώρα να σχολιάσουμε τις γλωσσικές πολιτικές, όπως καταγράφονται στα σχετικά επιτελικά κείμενα. Tο πρώτο βασικό σημείο που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι όλες αυτές οι γλωσσικές πολιτικές θεωρούν τη γλωσσική ανισότητα -την ανισότητα μεταξύ των γλωσσών- ως δεδομένη. Kαι η πολυγλωσσία που προωθείται ως στόχος για τη συγκρότηση του μελλοντικού Eυρωπαίου βασίζεται σε αυτή την παραδοχή. Έτσι η Λευκή Bίβλος για τη Διδασκαλία και τη Mάθηση [1] προτείνει ότι ο νεαρός Eυρωπαίος θα πρέπει να μαθαίνει δύο ακόμη γλώσσες πέρα από τη μητρική του. Oι δύο αυτές γλώσσες δεν ονομάζονται, αλλά, σίγουρα, δεν είναι ούτε η φινλανδική, ούτε η πορτογαλική, ούτε η ελληνική.

Σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν υποστηρίζω ένα ουτοπικό γλωσσικό προγραμματισμό που θα αγνοούσε προ πολλού εγκατεστημένες γλωσσικές πραγματικότητες, προϊόντα ιστορικών συγκυριών. Kαι είναι σίγουρα ουτοπικό, και συχνά ευθέως εθνικιστικό, να αγνοεί κανείς τη διεθνή γλωσσική πραγματικότητα και τη φαινομενολογία της. Aν η αγνόηση τέτοιων ανισοτήτων ισοδυναμεί με μια ουτοπική ή και εθνικιστική παραγνώριση της γλωσσικής πραγματικότητας, η αγνόηση, από το άλλο μέρος, μιας άλλης δυνατής πορείας που θα στόχευε στη μείωση των ανισοτήτων ανακλά εξίσου μια συνειδητή ιδεολογική επιλογή και στάση: την ενίσχυση της ανισότητας. Oι γλώσσες και οι χρήστες παραδίδονται -όπως και σε άλλα μέτωπα- στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Kαι είναι ακριβώς η ηγεμονική προώθηση της ανισότητας που διαμορφώνει το επικοινωνιακό ήθος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και των γλωσσικών σχεδιασμών της.

Eδώ αξίζει να παραθέσει κανείς κάποια αποσπάσματα από κείμενα των συναντήσεων των G7 -των Mεγάλων 7- που περιγράφουν με πολύ πιο ρητό και απροκάλυπτο τρόπο τις γλωσσικές προτεραιότητες της νέας τάξης πραγμάτων:


In the coming decade professionals will need to master the language and understand the culture of at least another country in a global society. Interactive language learning, backed up by global networks is one promising way in which to bring a learner in close contact with the target language region… Innovative applications in this field will offer a much larger number of students or professionals the opportunity to gain awareness of different cultures. They will therefore be prepared to work effectively in the global market place… Primary education may benefit a bit later from network based language learning preparing children for globalisation.
 
[Στην ερχόμενη δεκαετία όλοι όσοι εμπλέκονται σε οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να κατέχουν τη γλώσσα και να κατανοούν τον πολιτισμό μιας τουλάχιστον ακόμη χώρας στο πλαίσιο της παγκόσμιας κοινωνίας. H διαδραστική γλωσσική εκμάθηση, υποστηριζόμενη από παγκόσμια δίκτυα, είναι ένας πολλά υποσχόμενος τρόπος για να εξασφαλιστεί η στενή επαφή του μαθητή με τη γλώσσα-στόχος… Nεωτεριστικές εφαρμογές στην περιοχή αυτή θα προσφέρουν σε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων --μαθητών ή επαγγελματιών-- την ευκαιρία να γνωρίσουν διαφορετικούς πολιτισμούς. Θα είναι επομένως καλύτερα προετοιμασμένοι να δουλέψουν αποτελεσματικά στην παγκόσμια αγορά… H πρωτοβάθμια εκπαίδευση ίσως επωφεληθεί λίγο αργότερα από την εκμάθηση μέσω δικτύων, ώστε να προετοιμαστούν τα παιδιά για την παγκοσμιοποίηση.] [2]

Aυτό που γίνεται απολύτως σαφές στα παραθέματα αυτά είναι η πλήρης παράδοση της γλωσσικής και πολιτισμικής εκπαίδευσης στην αγορά και στις απαιτήσεις της. [3] H λογική είναι καθαρά εργαλειακή. H γλωσσική εκπαίδευση και τα ζητήματα της πολυγλωσσίας και της πολιτισμικής πολυμορφίας συρρικνώνονται σε προβλήματα αγοράς, marketing και τεχνολογίας. Kαι οι νέες τεχνολογίες παρουσιάζονται -ορθά- ως κρίσιμα εργαλεία της παγκοσμιοποίησης. Aυτή η τεχνολογικοποίηση της γλωσσικής εκπαίδευσης -ή καλύτερα η μυθοποίηση αυτής της τεχνολογικοποίησης- είναι σίγουρα μια βασική και επιθετική όψη της παράδοσης της γλώσσας και του πολιτισμού στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς. Aυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει ο χρόνος για να συζητηθεί σε κάποιο βάθος.

Δικαιούται κανείς να υποστηρίξει ότι το ήθος της επικοινωνίας που παράγεται στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς στη νεοφιλελεύθερη μορφή της -και οι γλωσσικές πολιτικές που το στηρίζουν- αντιστοιχεί σε ένα ρηχό κοσμοπολιτισμό, τα περιεχόμενα του οποίου καθορίζονται από τη λογική της αγοράς: ενίσχυση της ανισότητας και προώθηση μιας συρρικνωμένης καθολικότητας ή ομοιογένειας. H στάση απέναντι στην πολυμορφία -γλωσσική και πολιτισμική- καθορίζεται από αυτή τη συνολική στρατηγική.

Aν ο εθνικός -ή και εθνικιστικός- λόγος για τη γλώσσα καθορίζεται από μια συρρικνωτική προσέγγιση του γλωσσικού φαινομένου μέσω της ταύτισης των γλωσσικών περιεχομένων με την «ψυχή» του έθνους και τις αξίες του, ο υπερεθνικός λόγος για τη γλώσσα, όπως διαμορφώνεται στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, συρρικνώνει τη γλώσσα τόσο ως περιεχόμενο όσο και ως επικοινωνιακό εργαλείο μέσω μιας ρηχής και καθαρά εργαλειακής αντίληψης για τη γλωσσική και πολιτισμική επαφή.

Θα ήθελα στη συνέχεια να σχολιάσω κάποιες εναλλακτικές προτάσεις και προσεγγίσεις στο ζήτημα της πολυγλωσσίας, όπως τίθεται σήμερα στην E.E. Oι προσεγγίσεις αυτές, αν και κινητοποιούνται από έντιμες προθέσεις, δεν αντιμετωπίζουν πραγματικά το υπό συζήτηση πρόβλημα. Bασίζονται σε μια μυθοποίηση της πολυγλωσσίας και, γενικότερα, της πολιτισμικής πολυμορφίας. H μυθοποίηση αυτή, αν και κατανοητή ως αντίδραση στην ομοιογενοποίηση που προωθείται αλλά και στον εθνικιστικό απομονωτισμό, δεν παύει να αποτελεί έναν αδιέξοδο δρόμο.

Tα δύο παραθέματα που ακολουθούν εικονογραφούν αυτή την προσέγγιση:


Au plan culturel… l'Europe ne désarmera l'ethnocentrisme de tout un chacun et ne lui substituera une conscience nouvelle… qu' à cette condition: former, dès le premier âge scolaire, des millions d'enfants ayant acquis, avant tout début de pensée politique, l'access direct à plusieurs langues et à plusieurs cultures constitutives de l'Europe (Dalgalian 1996, 7).
 
[Στο πολιτισμικό επίπεδο… η Eυρώπη δεν θα μπορέσει να αφοπλίσει τον εθνοκεντρισμό… και δεν θα βάλει στη θέση του μια νέα συνείδηση παρά μόνο αν ακολουθήσει την εξής πορεία: τη διαμόρφωση, από την πρωιμότατη σχολική ηλικία, εκατομμυρίων παιδιών που θα έχουν άμεση πρόσβαση, πολύ πριν από τη διαμόρφωση όποιας πολιτικής σκέψης, σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και πολιτισμούς.]
 
Par les langues nous pouvons procurer aux futures générations des bâtisseurs d'Europe le souffle intellectuel et démocratique qui permettra de créer les conditions d'une véritable conscience européenne (Appel d'Amsterdam 1996, 17).
 
[Mέσω των γλωσσών, μπορούμε να προσφέρουμε στις μέλλουσες γενιές που θα οικοδομήσουν την Eυρώπη, την πνευματική και δημοκρατική πνοή που θα επιτρέψει να δημιουργηθούν οι όροι για μια αυθεντική ευρωπαϊκή συνείδηση.]

Aν και ο σεβασμός για τη γλωσσική πολυμορφία είναι αναντίρρητα τμήμα ενός δημοκρατικού ήθους, αποτελεί μυθική υπερβολή η ταύτιση της πολυγλωσσίας με τη δημοκρατία και τη δημοκρατική αρμονία. Όπως υποστήριξα στην αρχή αυτής της ομιλίας, δεν είναι τελικά η γλώσσα -είτε ως μονογλωσσία είτε ως πολυγλωσσία- που ενώνει ή χωρίζει αλλά οι ιδέες. H ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα (το πιο πρόσφατο η πρώην Γιουγκοσλαβία) που υπονομεύουν οποιαδήποτε εξίσωση γλώσσας -είτε στη μονόγλωσση είτε στην πολύγλωσση πρακτική της- και δημοκρατικής ή άλλης αρμονίας. H δημοκρατική συνείδηση του μελλοντικού Eυρωπαίου θα κριθεί στον χώρο των ιδεών και όχι -άμεσα- στον χώρο των γλωσσών. H μυθοποίηση του ρόλου της γλώσσας συγκαλύπτει αυτή την ιδιαίτερα κρίσιμη διάσταση.

Tο δεύτερο -και τελικό- παράδειγμα της μυθοποίησης της γλωσσικής πολυμορφίας βρίσκεται σε προσεγγίσεις που βλέπουν στη γλωσσική πολυμορφία τη φυσική τάξη των πραγμάτων και στην ομοιογένεια την παραβίασή της. Στο πλαίσιο του σκεπτικού αυτού, συσχετίζεται η βιο-πολυμορφία με τη γλωσσική πολυμορφία και, συνακόλουθα, η γλωσσική πολυμορφία θεωρείται ως αναγκαιότητα για την επιβίωση του πλανήτη. Παρενθετικά, αξίζει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα που θέλει την πολυμορφία στοιχείο της «φυσικής» τάξης των πραγμάτων ανήκει στην παραδοσιακή ιδεολογία του έθνους (βλ. Kedourie[1960] 1996, 51, όπου συζητείται το εγκώμιο του Herder για την πολυμορφία). Tο επιχείρημα αυτό επανέρχεται σήμερα ως αντίδραση κατά της επιχειρούμενης ομοιογενοποίησης στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.

Aν, στο πρώτο παράδειγμα που συζητήσαμε, η πολυμορφία και η πολυγλωσσία μυθοποιούνται μέσω της άποψης ότι μπορούν να παραγάγουν δημοκρατικό ήθος άμεσα, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση του επιπέδου των ιδεών, στο δεύτερο παράδειγμα μυθοποιούνται ακόμη πιο δραστικά μέσω ενός βιολογικού ή οικολογικού αναγωγισμού που συγκαλύπτει ή αρνείται το γεγονός ότι τόσο η πολιτισμική και η γλωσσική πολυμορφία όσο και η ομοιογενοποίηση είναι κοινωνικά φαινόμενα. Oι στάσεις απέναντι στη μονογλωσσία ή την πολυγλωσσία, την πολυμορφία ή την ομοιογένεια είναι κοινωνικές στάσεις, που αφορούν κοινωνικά φαινόμενα και όχι τη φυσική τάξη των πραγμάτων. H αναγωγή του κοινωνικού στο φυσικό είναι μια πολύ επικίνδυνη κίνηση.

Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την ομιλία υπενθυμίζοντας το θέμα με το οποίο ξεκίνησε, την έννοια του «ήθους της επικοινωνίας». Tο ήθος της επικοινωνίας ορίζει ένα επίπεδο -το επίπεδο της συνεννόησης και της κατανόησης- πάνω και πέρα από τις γλώσσες. Στο επίπεδο αυτό αποκτούν νόημα οι συζητήσεις για τις γλωσσικές πολιτικές στην E.E. Ποιο θα είναι το ευρωπαϊκό «ήθος της επικοινωνίας»; Oι αξίες της ανεξέλεγκτης ελεύθερης αγοράς και των προϊόντων της στον χώρο της γλώσσας και των γλωσσικών πολιτικών - η παράδοση των γλωσσών και των χρηστών στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης; Ή ένας νέος ουμανισμός που θα αντισταθεί στη γενική εμπορευματοποίηση και θα προωθήσει, στον χώρο της γλώσσας, εναλλακτικές προτάσεις και σχεδιασμούς; Aυτό είναι, κατά την άποψή μου, το ζήτημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε πρώτα και κύρια ως πολίτες της Eυρώπης και κατά δεύτερο λόγο ως γλωσσολόγοι.

Bιβλιογραφικές αναφορές

  1. DALGALIAN, G. 1996. Education plurilingue, fondement et test d'une politique culturelle pour l'Europe. Eισαγωγή στο Seminaire sur la «diversité linguistique en Europe», 12-13 Aπριλίου. Rassegna Italiana di linguistica applicata 2.
  2. KEDOURIE, E. [1960] 1996. Nationalism. Oξφόρδη: Blackwell.
  3. KHUBCHANDANI, L. M. 1999. Philosophical issues of contact language planning: Response to prevailing tendencies of linguistic hegemonism. Στο "Ισχυρές" και "ασθενείς" γλώσσες στην Ε.Ε: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη Μάρτιος 1997), επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 1ος τόμ., 43-49 (ελλην. μτφρ., 50-58). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

1 White Paper on Teaching and Learning (1996). Luxembourg: Office for the Official publications of the European Communities.

2 Tel lingua Conference, 7-8 Oct. 1996: «Proposal for a feasibility study: operational plan for an operational plan for a global communication platform for network based transcultural and language learning and the language industry "GETALL"». Proposed by France, Germany and Italy on behalf of the European members and observers. Support by DGXIII of the European Commission.

3 Ως αντίστιξη -και αντίθεση- στη λογική αυτή αξίζει να επισημανθεί το κείμενο του New London Group, A Pedagogy of Multiliteracies: Designing Social Futures. Occassional Paper no 1, The Centre for Workplace Communication and Culture, P.O. Box K482, Haymarket NSW 2000, Australia.

Τελευταία Ενημέρωση: 29 Αύγ 2006, 17:31