Όταν οι μακρινοί μας πρόγονοι, στην αυγή των προϊστορικών χρόνων, κατασκεύασαν από πέτρα τα πρώτα εργαλεία (λοστούς, σφυριά, όπλα) και μ' αυτά άλλαξαν τον τρόπο της ζωής τους, δεν ήταν δυνατόν φυσικά να φαντασθούν ότι ο άθλος τους που άνοιξε το δρόμο από τα χοντροειδή και δύσχρηστα όργανα της πρωτόγονης βιοτεχνίας προς τις σημερινές σοφές και λεπτότατες μηχανές, θα δημιουργούσε μια μέρα φοβερά προβλήματα στους απογόνους των. Και τότε και έπειτα, κάθε φορά που γινόταν ένα βήμα παραπέρα στην τελειοποίηση των μηχανικών μέσων με αποτέλεσμα να παράγονται περισσότερα αγαθά, να προσφέρονται μεγαλύτερες σπιτικές ανέσεις, ν' αποκτά μεγαλύτερη σιγουριά η τέχνη του πολέμου, οι άνθρωποι όλων των διαμετρημάτων πανηγύριζαν την πρόοδο, ευλογούσαν τα δώρα της, ονειροπολούσαν με συγκίνηση την ημέρα που η "μηχανή" θα λιγόστευε τον ιδρώτα της βιοπάλης και θα χάριζε στις μάζες του μόχθου περισσότερο χρόνο για ανάπαυση. Τυχερές που ήσαν οι ερχόμενες γενεές! Δεν θα γερνούσαν πρόωρα από τον κάματο, θα είχαν καιρό και δυνάμεις να απολαύσουν τις χαρές της ζωής, να σηκώσουν το κεφάλι πάνω από το χώμα, να μυρίσουν τα λουλούδια, να σκεφτούν τον ουρανό…

Αυτές λοιπόν οι μακαριζόμενες γενεές ήρθαν, αλλά δεν είναι ευτυχείς. Απεναντίας η μηχανή με τις αλλεπάλληλες κατακτήσεις της τις έχει φέρει σε μεγάλη αμηχανία. Όχι πως δεν τις υπηρετεί όσο περίμεναν. απεναντίας έχει γίνει ικανή για όλες τις δουλειές, τις πιο απαιτητικές και τις πιο περίπλοκες. Ακόμα και στους λογαριασμούς του μυαλού έμαθε να εργάζεται πιο σίγουρα και πιο γρήγορα από πολλούς, έξυπνους εγκέφαλους. Αλλού είναι το πρόβλημα. Η μηχανή από το ένα μέρος απομακρύνει τα πλήθη από τη φυσική ζωή, ευνοεί τον πολλαπλασιασμό τους, τα στοιβάζει μέσα σε πολυτελείς φυλακές, τις σημερινές μεγαλοπόλεις - και από το άλλο μέρος δεν ανακουφίζει πια τον εργαζόμενο, αλλά σιγά - σιγά τον αχρηστεύει. Εκεί που άλλοτε χιλιάδες ειδικά ασκημένων ανθρώπων έφθειραν ολημερίς τους μυώνες και τη φαιά ουσία τους για την παραγωγή αγαθών σε περιορισμένη κλίμακα, η μηχανή κάνει το έργο τούτο πολύ καλύτερα μέσα σε ελάχιστο χρόνο, κ' έτσι κατεβάζει σε χαμηλά επίπεδα το κόστος των προϊόντων. Η συνέπεια: αδειάζουν τα εργοστάσια από εργάτες και τα γραφεία από υπαλλήλους, και τη θέση τους την παίρνουν κουρντισμένες συσκευές, που μπορούν να λειτουργήσουν με μεγαλύτερη αποδοτικότητα και ακρίβεια.

Όσοι με αυτή την επαναστατική μεταβολή των όρων της εργασίας αχρηστεύονται (και ο αριθμός τους μεγαλώνει κάθε μέρα με ανησυχητικό ρυθμό) πώς πρόκειται να ζήσουν στο μέλλον;

Σύμφωνα με την έως τώρα πείρα και τις προβλέψεις των ειδικών δύο λύσεις διαγράφονται. Η πρώτη για τις χώρες που άρχισαν να βιομηχανοποιούνται, αλλά βρίσκονται ακόμα στο μεταβατικό στάδιο της οικονομικής αλλαγής. Η δεύτερη για τις άλλες που πλούτισαν από την τεχνολογική τους πρόοδο και την προβλεπτική οργάνωση της οικονομίας τους.

Πρώτη λύση. Στις λεγόμενες "υπανάπτυκτες" ή κατ' ευφημισμόν "αναπτυσσόμενες" χώρες η μηχανή εισβάλλει σαν επιδημία: πετάει κάθε μέρα στους πέντε δρόμους χιλιάδες ανθρώπων. Τους τοποθετεί μπροστά στο αμείλικτο δίλημμα: ή παραδεχόμενοι το ανεπανόρθωτο ν' αλλάξουν επάγγελμα (λ.χ. από αγρότες στα χωριά να γίνουν μεταπράτες στις πόλεις· από λογιστές να μετασχηματιστούν σε σερβιτόρους. από εφαρμοστές να βρεθούν θυρωροί πολυκατοικιών), ή να πεθάνουν. Φυσιολογικά, από πείνα. Ηθικά, με τη διαφθορά ή το έγκλημα.

Δεύτερη λύση. Οι χώρες της ευμάρειας και του προγραμματισμού σκέπτονται από τώρα την κατάσταση που θα ακολουθήσει ύστερ' από την ακόμη μεγαλύτερη τεχνολογική τους ανάπτυξη και μελετούν τα μέτρα που μπορούν να προλάβουν τον κοινωνικό σάλο από την ακατάσχετη επιδρομή της μηχανής. Αντιμετωπίζεται ο προοδευτικός περιορισμός της "εβδομάδας της εργασίας" σήμερα στις 5, αύριο στις 4 και μεθαύριο στις 3 ημέρες, ώστε ανάλογα να αυξηθεί ο αριθμός των απασχολουμένων, και παράλληλα συζητείται η έξοδος από την υπηρεσία με τη συνταξιοδότηση στην ηλικία όχι των 60 και των 55 ετών, όπως γίνεται ήδη σε αρκετές "προηγμένες" χώρες, αλλά των 50 σήμερα, των 45 αύριο και των 40 μεθαύριο. Με το σύστημα τούτο μεγάλες μάζες ατόμων θα πληρώνονται και όταν δεν εργάζονται, θα πληρώνονται για να μην εργάζονται, αφού με την "απουσία" τους θα προσφέρουν πολύ μεγαλύτερες υπηρεσίες στην παραγωγή αγαθών παρά με την "παρουσία" τους - η μηχανή που θα τους αναπληρώνει θα παράγει περισσότερα και φθηνότερα πράγματα. Η δυσκολία θα είναι να προετοιμαστούν ψυχολογικά οι άνθρωποι να δεχτούν να ζουν παρασιτικά και να μη πληγωθούν όταν θα λάβουν από τη διοίκηση των επιχειρήσεων την ειδοποίηση: "Από τον ερχόμενο μήνα θα εργάζεστε μόνο 3 ημέρες την εβδομάδα (ή καθόλου). Θα περνάτε όμως κάθε Παρασκευή απόγευμα από το κατάστημα. Στην είσοδο το αυτόματο ταμείο μας. Σ' αυτό θα χτυπάτε τον κωδικό αριθμό σας και θα εισπράττετε αμέσως την αμοιβή σας για ολόκληρη την εβδομάδα ή τη σύνταξή σας για το ίδιο χρονικό διάστημα. Μη συγκινείστε γι' αυτό. Μήτε να ντρέπεστε. Αύριο θα κάνουν το ίδιο με σας πολλοί από τους συναδέλφους σας, και μεθαύριο ακόμα περισσότεροι. Στη διάθεσή σας θα έχετε τώρα όχι μία Κυριακή, αλλά τέσσερις (οι συνταξιούχοι εφτά). Καλή διασκέδαση λοιπόν"…

Αλλ' ακριβώς αυτή η "διασκέδαση" που καλείται να γεμίσει τις άδειες ημέρες της αναγκαστικής και πληρωμένης αργίας, είναι το μεγάλο πρόβλημα. Οι υπανάπτυκτες χώρες έχουν άλλα προβλήματα να λύσουν με την εισβολή της μηχανής στη ζωή τους. Αν αγωνιούν, είναι γιατί πρέπει οπωσδήποτε να δώσουν απασχόληση και ψωμί σ' εκείνους που με τη βιομηχανοποίηση ξεριζώνονται από τις δουλειές τους, για να μη λιμοκτονήσουν και από την ανέχεια γίνουν επικίνδυνα αντικοινωνικά στοιχεία. Οι πλούσιες όμως και προχωρημένες στον τεχνικό εξοπλισμό χώρες έχουν ν' αντιμετωπίσουν το αντίθετο πρόβλημα: όχι να θρέψουν τους στερημένους, αλλά να κάνουν τη ζωή υποφερτή στους χορτάτους, που η οικονομία του τόπου δεν χρειάζεται την εργασία τους. Τις διαστάσεις αυτού του προβλήματος δύσκολα μπορούμε να τις φαντασθούμε εμείς που εξακολουθούμε να εργαζόμαστε σκληρά, για να κερδίσομε τον επιούσιο, και περιμένομε την Κυριακή ή την ημέρα της μεγάλης γιορτής, για να κοιτάξομε λίγο το νοικοκυριό και την ψυχαγωγία μας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες όμως, για ν' αναφέρω ένα τυπικό παράδειγμα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Οι ημέρες της αργίας, για μεγάλες μάζες του πληθυσμού, είναι ή ημέρες εξαλλοσύνης και κραιπάλης, ή ημέρες κατάθλιψης και ανίας. Για τούτο οι κοινωνιολόγοι μαζί με τους ψυχίατρους αυτής της όλβιας χώρας (που προπορευόμενη δείχνει το δρόμο στις άλλες) με τρόμο συλλογίζονται το μέλλον, τότε που ο χρόνος της υποχρεωτικής αδράνειας για όλους τους Αμερικανούς θα απλωθεί σ' ένα πολύ μεγάλο μέρος του έτους. […]

Ο Δρ W. M. Mendel, ψυχίατρος, που εξετάζει σοβαρά το πρόβλημα σε ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο του (1971), προβαίνει σε μερικές συστάσεις που αξίζει να τις προσέξομε, ακόμη και αν δεν τις θεωρούμε επαρκείς και αποτελεσματικές, όσο εκείνος τις φαντάζεται. "Πρέπει" γράφει "να αναπτύξομε πρακτικούς τρόπους ανατροφής των παιδιών και προγράμματα εκπαιδευτικά που θα προετοιμάσουν την κοινωνία μας να αντιμετωπίσει τις νέες ευκαιρίες που θα προσφέρει η αργία για μια πλούσια και δημιουργική ζωή. Όπως ακριβώς οι παππούδες μας μάς προετοίμασαν να ζήσομε σε ένα κόσμο εργασίας, ανταγωνισμού, προσπάθειας κοινωνικής ανόδου και σκληρής δουλειάς, έτσι πρέπει και μεις να προετοιμάσομε τα παιδιά μας για το παιχνίδι, το χωρατό και τη διασκέδαση, με την αντίληψη ότι αυτά θα αποτελούν μια σημαντική και αξιόλογη άποψη της ζωής τους".

Και ο Δρ Mender κλείνει το άρθρο του με μια πολύ διαφωτιστική παρατήρηση. Ας μάθομε, γράφει, (ορθότερα: ας ξαναμάθομε) την ευχαρίστηση που αισθάνεται όποιος ζει αμέριμνος το πέρασμα του χρόνου. Αυτή την ευχαρίστηση παιδιά την ξέραμε, αλλά την ξεχάσαμε όταν οι μεγάλοι πέτυχαν να μας πείσουν (με τη διδαχή και τον εθισμό) ότι άλλο είναι το νόημα της ύπαρξης - ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζήσει μια ζωή μόχθου και πόνων. Τώρα πρέπει να ξαναγίνομε "παιδιά" και σαν αυτά ν' αφήσομε (όταν αναπαυόμαστε) τη δημιουργικότητά μας ελεύθερη από πρακτικές σκοπιμότητες. Να ξαναμάθομε να βλέπομε τον κόσμο γύρω μας έμορφο και πάντα νέο, και τη ζωή σαν κάτι ανεξερεύνητο ακόμα και ανεξάντλητο, ανοιχτό στη φαντασία και στις λαχτάρες μας. Όταν το επιτύχομε αυτό, θα πάψει πλέον να είναι πρόβλημα για μας ο ελεύθερος χρόνος.

Την προτροπή "να γίνομε σαν τα παιδιά" την έχομε, από χρόνους μακρούς, ακούσει ως παρόρμηση επιστροφής σε μια χαμένη αγνότητα και ευτυχία. Σήμερα μας δίνεται με άλλην απόχρωση νοήματος: ως μόνη ελπίδα σωτηρίας μιας ανθρωπότητας που γρήγορα θα καταδικαστεί να μην εργάζεται αρκετά, και δεν θα ξέρει τι να κάνει τον ελεύθερο χρόνο της. Πως όμως να "ξαναγίνομε παιδιά", αφού έχομε από αιώνες ηλικιωθεί και σκλήρυναν μαζί με τις σωματικές και οι αρτηρίες του πνεύματός μας; Είναι δυνατόν να ξαναβρούμε, μαζί με την όραση που χάσαμε, τη δροσιά της ψυχής που μας λείπει; Τον ελεύθερο χρόνο μας έχομε μάθει όχι να τον ζούμε "παίζοντας", όπως το ξένοιαστο παιδί, αλλά να τον σκοτώνομε - με τα πιο ευτελή χρονοβόρα μέσα: το πιοτό, το χαρτί, το όργιο. Γίνεται να γυμνωθούμε από τον χαλασμένο εαυτό μας και να ξαναμπούμε στη ζωή αγνοί και πρόσχαροι σαν τα βρέφη; Μεάλλους λόγους: γίνεται να ξαναγεννηθούμε;

Είναι ν' απορήσει κανείς με την τροπή που πάει να πάρει η ιστορία του πολιτισμένου ανθρώπου. Ως χτες το πρόβλημά του ήταν πως να εξασφαλίσει περισσότερη ανάπαυση από τον κάματο της βιοπάλης. Σήμερα αντιστράφηκαν οι όροι και πρόβλημά του έγινε το πως θα υποφέρει τον ελεύθερο χρόνο του, την πληρωμένη αργία του.

Ε. Π. Παπανούτσος, Το δίκαιο της πυγμής, (1975[1])1989, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα

Σημείωση: Προσέξτε στο κείμενο του Ε. Π. Παπανούτσου το ενδεχόμενο να έχει ο άνθρωπος στο μέλλον περισσότερο ελεύθερο χρόνο από όσον έχει στις μέρες μας και να μη γνωρίζει πώς να τον αξιοποιήσει. Προσέξτε, επίσης, τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες και στις ανεπτυγμένες χώρες, όσον αφορά το πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προβλήματος στην κάθε περίπτωση.