Βιβλιογραφία 

Γραμματικές της Νέας Ελληνικής 

 

Γραμματικές της νέας ελληνικής: συγκριτικές παρατηρήσεις

Μια από τις βασικές παραδοχές της σύγχρονης γλωσσολογίας, που οφείλεται στον Noam Chomsky, είναι ότι η γραμματική είναι ένας μηχανισμός που παράγει όλες τις σωστές προτάσεις μιας γλώσσας και καμία λάθος πρόταση. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι η γραμματική ως τέτοιος μηχανισμός περιλαμβάνει τη φωνολογία, τη μορφολογία, τη σύνταξη, καθώς και συνδυαστικούς τομείς, όπως η μορφοφωνολογία, η μορφοσύνταξη και η φωνοσύνταξη. Προκύπτει, επίσης, ότι η γραμματική είναι ένα σύνολο κανόνων, τους οποίους ο μεν φυσικός ομιλητής της γλώσσας μπορεί να χρησιμοποιεί επαρκώς λόγω της έμφυτης γλωσσικής του ικανότητας, ο δε ερευνητής της γλώσσας οφείλει να εντοπίσει και να διατυπώσει με ακρίβεια και σαφήνεια.

Επομένως, ο όρος γραμματική στη σύγχρονη επιστήμη αναφέρεται αφενός σε αυτό τον μηχανισμό και αφετέρου στην επιστημονική περιγραφή αυτού του μηχανισμού που είναι το έργο της γλωσσολογίας.

Μια επιπλέον χρήσιμη διάκριση της γλωσσολογίας που αφορά την επιστημονική περιγραφή είναι εκείνη ανάμεσα σε περιγραφική και ρυθμιστική γραμματική. Η περιγραφική είναι η κατεξοχήν επιστημονική περιγραφή μιας γλώσσας που δεν αποκλείει γραμματικούς τύπους ή λέξεις ανάλογα με τη χρήση τους, ενώ η ρυθμιστική γραμματική έχει ως βασικό της στόχο να ρυθμίσει τη γλωσσική χρήση.

Η επιστημονική περιγραφή της γλώσσας, επίσης, διακρίνει τη συγχρονική από την ιστορική γραμματική και αποδέχεται ότι η βάση της ανάλυσης είναι η συγχρονική μορφή μιας γλώσσας. Τα στοιχεία της διαχρονίας είτε αναφέρονται ως επικουρικά στη συγχρονική ανάλυση είτε -συχνότερα- συγκροτούν ειδικά επιστημονικά έργα με ιστορικό προσανατολισμό.

Στην καθημερινή μας γλώσσα, όμως, η σημασία της λέξης γραμματική είναι διαφορετική από εκείνη της γλωσσολογικής μεταγλώσσας. Ως γραμματική μπορεί να νοείται η «σωστή χρήση της γλώσσας» ή μόνο η κλιτική μορφολογία ή, τέλος, το βιβλίο της γραμματικής.

Στην «Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα και τη Γλωσσική Εκπαίδευση» παρουσιάζονται δεκατρία εγχειρίδια γραμματικής: από τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη που εκδόθηκε το 1941 και αποτέλεσε στη συνοπτική μορφή της και σχολικό εγχειρίδιο για γενιές μαθητών έως τη Γραμματική των Κλαίρη και Μπαμπινιώτη που εκδόθηκε το 2005.

Από αυτές τις Γραμματικές οι έξι είναι ελληνόγλωσσες και έχουν συντεθεί από έλληνες επιστήμονες, οι τέσσερις είναι ξενόγλωσσες και έχουν συντεθεί από ξένους και έλληνες ερευνητές της ελληνικής γλώσσας και οι τρεις είναι μεταφράσεις στην ελληνική έργων που συντέθηκαν σε άλλη γλώσσα από έλληνες και ξένους ερευνητές.

Ως προς τη διάκριση σε περιγραφικές και ρυθμιστικές γραμματικές που προαναφέρθηκε, οι παρουσιαζόμενες Γραμματικές δεν μπορούν να ταξινομηθούν με πολύ καθαρές διαχωριστικές γραμμές. Είναι σαφώς περιγραφικές αλλά επιδιώκουν άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα κάποια ρύθμιση της γλωσσικής χρήσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του αυτονόητα ρυθμιστικού χαρακτήρα τους είναι ότι περιέχουν και εφαρμόζουν απόψεις για την ορθογραφία - συχνά διαφορετικές από την επίσημα καθιερωμένη. Για παράδειγμα, η Γραμματική του Τσοπανάκη επανεισάγει το 1994 τη χρήση του πολυτονικού, η Γραμματική του Πετρούνια ([2002] 2005) εφαρμόζει ένα κατά τον συγγραφέα ορθολογικό πολυτονικό, διαφορετικό από το επίσημο, ενώ και η Γραμματική των Κλαίρη & Μπαμπινιώτη (2005) εφαρμόζει κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις από το επίσημο μονοτονικό.

Ως προς τη διάκριση σε συγχρονική και διαχρονική θεώρηση, οι παρουσιαζόμενες Γραμματικές ανήκουν στις συγχρονικές αλλά περιέχουν και αρκετά στοιχεία για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, με χαρακτηριστικότερο -και πιο πετυχημένο- παράδειγμα τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη που περιέχει ένα εισαγωγικό κεφάλαιο για τη «συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας».

Όσες από τις γραμματικές έχουν συνταχτεί και εκδοθεί έως τη δεκαετία του '70 παίρνουν θέση εκ των πραγμάτων και για το γλωσσικό ζήτημα που για δεκαετίες σφράγισε τη δημόσια συζήτηση -αλλά και την έρευνα- για την ελληνική γλώσσα. Έτσι, η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941) δηλώνει σαφώς στον τίτλο της ότι είναι γραμματική «της δημοτικής», η Γραμματική του Θωμόπουλου (1944) επιγράφεται ως «γραμματική της νεοελληνικής κοινής» αλλά ήδη στα Προλεγόμενα του έργου βρίσκεται ένα νηφάλιο αλλά σαφές μανιφέστο του δημοτικισμού, ενώ δύο δεκαετίες αργότερα η «Συγχρονική γραμματική της κοινής νέας ελληνικής» (1967) των Μπαμπινιώτη και Κοντού ορίζει ως κοινή νέα ελληνική «την σύγχρονον ελληνικήν, η οποία προέρχεται από εσωτερικήν σύνθεσιν των στοιχείων των δύο αυτών "μορφών" (όχι "γλωσσών") της νέας ελληνικής και η οποία επιστημονικώς δεν μπορεί να χαρακτηρισθή ούτε ως καθαρεύουσα ούτε ως δημοτική». Στο έργο του Mirambel ([1978] 1988) που εκδόθηκε αρχικά στα γαλλικά το 1959 με τον όρο νέα ελληνική γλώσσα εννοείται η δημοτική, αλλά γίνονται και παρατηρήσεις που αφορούν τη λόγια γλώσσα, ενώ η Γραμματική του Màspero (1976) «θέλησε να αποφύγει τις ακραίες θέσεις, ακολουθώντας κυρίως τον Τριανταφυλλίδη». Οι περισσότερες από τις Γραμματικές που εκδόθηκαν μετά τη δεκαετία του '70 και την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους περιέχουν επίσης αναφορές και αναλύσεις για το παρελθόν του γλωσσικού ζητήματος.

Αναφέρθηκε παραπάνω ότι ένα από τα ορίζοντα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης επιστημονικής γραμματικής είναι το να περιλαμβάνει και εξέταση των συντακτικών φαινομένων της γλώσσας και να μην υπακούει στην παραδοσιακή και ξεπερασμένη πλέον ταύτιση της γραμματικής με τη μορφολογία (και μάλιστα την κλιτική). Οι περισσότερες από τις παρουσιαζόμενες Γραμματικές ικανοποιούν αυτό το κριτήριο. Συγκεκριμένα, εκτός από τα παλιότερα έργα (Τριανταφυλλίδης 1941, Θωμόπουλος 1944, Μπαμπινιώτης & Κοντός 1967), όλα τα υπόλοιπα περιλαμβάνουν -σε διαφορετικούς βαθμούς- ειδικά κεφάλαια ή απλώς πληροφορίες για τη σύνταξη της νέας ελληνικής.

Οι συντάκτες των Γραμματικών είναι ερευνητές γλωσσολόγοι και με αυτή τους την ιδιότητα είναι ενήμεροι για την εξέλιξη της γλωσσολογικής θεωρίας. Ωστόσο, κατά τη σύνταξη των Γραμματικών συχνά δεν ακολουθούν με απόλυτη συνέπεια ένα θεωρητικό υπόδειγμα. Αυτό οφείλεται στο ότι το κοινό στο οποίο απευθύνονται δεν είναι εξοικειωμένο με τη σύγχρονη γλωσσολογική ορολογία και περιγραφή και, επομένως, η συνύπαρξη -ή έστω ο διάλογος- παραδοσιακών και σύγχρονων όρων και περιγραφών είναι αναπόφευκτος.

Περισσότερο ενταγμένα εντός της σύγχρονης θεωρίας είναι το έργο του Mirambel ([1978] 1988) που κινείται στα πλαίσια του σωσσυριανού δομισμού, η Γραμματική των Joseph & Philippaki-Warburton([1987] 1989), η Γραμματική των Holton, Mackridge & Φιλιππάκη-Warburton (1999), η Γραμματική των Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton (2004) που ακολουθούν τη γενετική γραμματική συνομιλώντας όμως και με την παραδοσιακή ανάλυση, η Γραμματική του Πετρούνια ([2002] 2005) που ακολουθεί μια πρώιμη γενετική προσέγγιση χωρίς ωστόσο να περιορίζεται σε αυτήν και η Γραμματική των Κλαίρη & Μπαμπινιώτη (2005) που ρητά δηλώνει ότι ακολουθεί με συμπληρωματικό τρόπο τη δομολειτουργική και την επικοινωνιακή μέθοδο.

Το κοινό στο οποίο απευθύνονται οι Γραμματικές καθορίζει επίσης και τον διδακτικό χαρακτήρα τους. Καμία από τις παρουσιαζόμενες Γραμματικές δεν απευθύνεται -και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς- αποκλειστικά σε γλωσσολόγους, παρόλο που σχεδόν όλες είναι χρήσιμες για τη γλωσσολογική έρευνα. Ο μέσος όρος του αναγνωστικού τους κοινού είναι οι μαθητές, οι φοιτητές, οι διδάσκοντες την ελληνική γλώσσα και γενικότερα οι μορφωμένοι ομιλητές. Ορισμένες από τις ξενόγλωσσες Γραμματικές στοχεύουν ιδιαίτερα και σε όσους μαθαίνουν την ελληνική ως ξένη γλώσσα και γι' αυτό περιέχουν σύγκριση με αντίστοιχα γραμματικά φαινόμενα άλλων γλωσσών. Για παράδειγμα, η Γραμματική της Eleftheriades (1985), και των Joseph & Philippaki-Warburton([1987] 1989) περιέχουν συχνή αντιστοίχηση με γραμματικά φαινόμενα της αγγλικής, ενώ η Γραμματική του Màspero (1976) με φαινόμενα της ιταλικής.

Το βέβαιο είναι ότι στην αρχή του 21ού αιώνα η νέα ελληνική γλώσσα διαθέτει πλέον γραμματικά εγχειρίδια με επιστημονική επάρκεια και περιγραφική πληρότητα. Σαφώς, η σύνταξη γραμματικών -αλλά και λεξικών- δεν διάνυσε τον ίδιο δρόμο με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες. Τα κενά που οφείλουν να καλυφθούν από την ελληνική έρευνα είναι ακόμα πολλά.

Όμως το ερώτημα που έθεσε ο Τριανταφυλλίδης στην εισαγωγή της Γραμματικής του, «θα κατορθώση τάχα η τελευταία αυτή Γραμματική ν'αλλάξη την κατάσταση και να σημειώση ένα σταθμό;», έχει απαντηθεί θετικά.

Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου

Τελευταία Ενημέρωση: 04 Ιούν 2007, 12:46