Γραμματικές της νέας Ελληνικής 

Mackridge, P. Η νεοελληνική γλώσσα. Αθήνα: Πατάκης. 1987. 

Κώστας Κανάκης 

Mackridge, Peter. 1987.: Η νεοελληνική γλώσσα. Μτφρ. Κ. Ν. Πετρόπουλος. Αθήνα: Πατάκης. Σελ. 532. Τίτλος πρωτοτύπου The Modern Greek Language (Οξφόρδη: Clarendon Press, 1985).

Εξώφυλλο

Το βιβλίο Η νεοελληνική γλώσσα του Peter Mackridge είναι το μόνο βιβλίο του είδους που γνωρίζω, το οποίο τόσο ο συγγραφέας (βλ. σελ. 28) όσο και άλλοι διστάζουν να χαρακτηρίσουν «γραμματική». Ενώ παρακολουθώ τον συλλογισμό (και τις εύλογες ανησυχίες) του συγγραφέα, θα θεωρήσω αυτό το βιβλίο «γραμματικό εγχειρίδιο» εφόσον α) σαφώς αποτελεί περιγραφή της νεοελληνικής, παρότι δεν είναι κατάλληλο για σχολική (ρυθμιστική) γραμματική (και δεν έχει τέτοιες αξιώσεις) και β) εφόσον στις σελίδες του βρίσκει κανείς πλήθος χρησιμότατων γραμματικών πληροφοριών για όλα τα επίπεδα περιγραφής της νεοελληνικής, όπως διαμορφώθηκε στα αστικά κέντρα ως τα μέσα της δεκαετίας του '80. Αυτό το γεγονός καθιστά το βιβλίο μοναδικό στο είδος του για τα ελληνικά δεδομένα και του δίνει σημαντικό προβάδισμα σε σχέση με άλλα έργα.

Πριν περάσω σε πιο λεπτομερή εξέταση, θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά που δικαιολογούν τον παραπάνω χαρακτηρισμό. Ο Mackridge διεξήγαγε γλωσσική έρευνα στην Ελλάδα (κυρίως μεταξύ 1977-1982) δημιουργώντας το δικό του μη πεπερασμένο corpusπροφορικού και γραπτού λόγου. Αυτό, σε συνδυασμό με τη διεισδυτική ματιά του ελληνιστή φιλόλογου που ως ξενόγλωσσος δείχνει, πιθανόν, μεγαλύτερη ευαισθησία και περιέργεια για τις λεπτομέρειες από τον φυσικό ομιλητή, δίνει ένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Επιπλέον, η πλούσια βιβλιογραφική τεκμηρίωση από τον χώρο της γλωσσολογίας, άσχετα με τις όποιες ελλείψεις -τις οποίες άλλωστε επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας- καθιστά το βιβλίο χρήσιμο βοήθημα και για τον γλωσσολόγο που δεν ανήκει, ομολογουμένως, στην ομάδα-στόχο του συγγραφέα. Συνολικά, λοιπόν, πρόκειται για μια περιγραφική (και όχι ρυθμιστική) απόπειρα συγχρονικής περιγραφής, που αφορά κυρίως την προφορική γλώσσα και δείχνει ασυνήθιστη ευαισθησία για τις υφολογικές ποικιλίες και τα επίπεδα γλώσσας. Αυτά τα χαρακτηριστικά καθορίζουν και το κοινό στο οποίο κυρίως απευθύνεται (προχωρημένους μαθητές της ελληνικής ως ξένης γλώσσας).

Το βιβλίο αποτελείται από την εισαγωγή, έντεκα κεφάλαια, ένα παράρτημα με πίνακες κλίσεων, βιβλιογραφία και ευρετήριο. Στην εισαγωγή δίνονται βασικές πληροφορίες για την ελληνική και τους ομιλητές της, την εξέλιξή της, τις νεοελληνικές διαλέκτους και την νεοελληνική κοινή (ΝΕΚ) ως κατεξοχήν διάλεκτο, ενώ γίνεται εκτενής και εμπεριστατωμένη αναφορά στο γλωσσικό ζήτημα - πράγμα απαραίτητο προκειμένου να εξηγηθούν οι ιδιαίτερες δυσκολίες της ΝΕΚ αλλά και οι επιλογές του συγγραφέα συνολικότερα. Ο συγγραφέας ορίζει προσεκτικά τη ΝΕΚ και προβληματοποιεί με νηφαλιότητα όρους όπως καθομιλουμένη και (παραδοσιακή) δημοτική, οι οποίοι σήμερα πλέον μπορεί να συμπίπτουν στην συνείδηση των περισσοτέρων, αλλά έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαμάχης στο πολύ πρόσφατο παρελθόν. Ο Mackridge διακατέχεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες (και δικαίως) από άγχος ακρίβειας και συνέπειας, που είναι ίδιο του ανθρώπου που γνωρίζει καλά τα προβλήματα του εγχειρήματός του και του οποίου οι γνώσεις για το θέμα δεν ξεπερνούν το ενδιαφέρον του για μια συνεκτική παρουσίαση.

Το πρώτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο φθογγολογικό σύστημα και την ορθογραφία. Ακολουθώντας τα διδάγματα της γλωσσολογίας, διακρίνει τους φθόγγους με διαφοροποιητική αξία (φωνήματα) τόσο από άλλους φθόγγους που δεν διαφοροποιούν λέξεις όσο και από τα γράμματα της αλφαβήτου - αναφέρεται, δηλαδή, όχι μόνο στη φωνητική (επιφανειακή δομή ή πραγμάτωση) αλλά και τη φωνολογία (την υποκείμενη δομή του συστήματος) της ΝΕΚ. Σε αυτό το πνεύμα, δίνει λεπτομέρειες για λεπτές φωνητικές διακρίσεις, όπως, π.χ., Μήδεια ['miδia] και μύδια ['miδja], που οφείλονται στην αλληλόδραση της δημοτικής με στοιχεία λόγιας προέλευσης. Αναφέρεται διεξοδικά στον τονισμό, στην προφορά και τη γραφή, στις ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις, στη στίξη και δεν παραλείπει ένα μικρό υποκεφάλαιο για τον επιτονισμό, πράγμα που λείπει από τα περισσότερα ανάλογα έργα. Παρότι το κεφάλαιο έχει χρηστικό χαρακτήρα, οι κατηγορίες που διακρίνει θα ικανοποιήσουν, γενικά, και τον γλωσσολόγο (βλ. ιδιαίτερα ουρανικοποίηση, σελ. 64 και (προ)ερρινοποίηση, σελ. 69-74).

Το δεύτερο κεφάλαιο συγκεντρώνει, ιδιοσυγκρατικά, τις γραμματικές κατηγορίες του γένους, της πτώσης, του αριθμού και του προσώπου ως εισαγωγή σε επόμενα κεφάλαια που αφορούν τη μορφολογία του ονόματος και του ρήματος. Γίνεται εκτενής αναφορά στη διαπλοκή φυσικού και γραμματικού γένους, ιδιαίτερα στις σύνθετες δομές. Τα παραδείγματα (σελ. 98-102) είναι πολλά και ενδιαφέροντα αλλά προκαλεί αμηχανία η συνεχής αναφορά σε σημασιολογικούς παράγοντες, ενώ στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα ονόματα στην ελληνική μοιάζουν να κατατάσσονται ως προς το γένος σε μορφοσυντακτική βάση (βλ. και 105). Ο τρόπος παρουσίασης του γένους έχει πιο πολύ νόημα για έναν φυσικό ομιλητή της αγγλικής όπου το γένος με το φύλο είναι σε στενότερη σχέση. Αυτό φαίνεται και από τα σχόλια σε κάποια παραδείγματα (π.χ. § 14, σελ. 102) τα οποία είναι μεν αληθοφανή, αλλά δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα της χρήσης. Πολύ χρησιμότερη είναι αυτή η οπτική στην αναφορά του γένους των δανείων, στα οποία δικαίως δίνεται έμφαση (ενώ αντίθετα δεν γίνεται, σε αυτό το πλαίσιο, λόγος για τη φωνολογική τους δομή που επίσης επηρεάζει το γένος). Ως προς τις πτώσεις, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ τύπων που διακρίνονται μορφολογικά και δίνεται έμφαση στη γενική, εφόσον όχι μόνο εκτελεί χρέη «δοτικής» και «αφαιρετικής» αλλά συμμετέχει και σε ιδιωματικές δομές όπου ο ρόλος της είναι συχνά ασαφής. Οι λίγες διαφωνίες μου αφορούν συγκεκριμένα παραδείγματα όπως α) κάποιος τους (= κάποιος από αυτούς), β) πάντα μου (βλ. ποτέ μου) και γ) την ιδιότυπη γενική του Σκαραμαγκά (βλ. (σ)του Ζωγράφου), η οποία έχει αντικατασταθεί πλήρως από την ονομαστική (ο Σκαραμαγκάς). Ως προς τον αριθμό, θεωρώ σημαντική την αναφορά στην ασυμφωνία του υποκειμένου με το ρήμα (π.χ. ήρθε ο Πέτρος και ο Παύλος) που συχνά εξυπηρετεί πραγματολογικές ανάγκες (όπως και οι δομές του τύπου ήρθαν ο Γιάννης (= και η οικογένειά του, η παρέα του, κλπ.)).

Το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται κατηγορίες όπως η φωνή, ο «τρόπος ενέργειας» (δηλαδή ποιόν ενεργείας ή ρηματική όψη) και ο χρόνος. Όπως και σε άλλα κεφάλαια, οι πληροφορίες είναι τόσο μορφολογικές όσο και συντακτικές. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην μεταβατικότητα∙ μέρος του σχετικού υποκεφαλαίου ξαναγράφτηκε μάλιστα με τη βοήθεια του μεταφραστή για την ελληνική έκδοση (σελ. 154-155). Γίνεται διάκριση σε ρήματα κυρίως αμετάβατα, κυρίως μεταβατικά και κυρίως συνδετικά, ενώ ταυτόχρονα δηλώνεται ότι ορισμένα ρήματα λειτουργούν και με τους τρεις τρόπους (π.χ. δουλεύω). Η αρετή αυτού του κεφαλαίου είναι ότι δείχνει σαφώς ότι η ευκαμψία των ρημάτων της ΝΕΚ δεν επιτρέπει αυστηρές κατηγοριοποιήσεις. Παράλληλα, ακολουθώντας τη γλωσσολογική παρά τη φιλολογική παράδοση ως προς την τυπολογία του ρήματος, ο Mackridge εστιάζει κυρίως στη ρηματική όψη (κάνοντας τριμερή διάκριση μεταξύ εξακολουθητικού, συνοπτικού και συντελεσμένου ποιού ενεργείας) παρά στην, πιο καθιερωμένη, κατηγορία του χρόνου. Επιπλέον, παίρνει σαφή θέση στο θέμα της διάκρισης της οριστικής από την υποτακτική, λέγοντας ότι παρά τη χρήση των όρων, αυτοί δεν διακρίνονται μορφολογικά αλλά μόνο συντακτικά. Όμως, θα μπορούσε να γίνει σαφέστερο από την αρχή ότι οι κατηγορίες τις έγκλισης και της ρηματικής όψης διαπλέκονται μεν, αλλά δεν ταυτίζονται (πρβ. σελ. 169).

Στο τέταρτο κεφάλαιο ο συγγραφέας πραγματεύεται τη μορφολογία του ονόματος (στην οποία συμπεριλαμβάνει και τα επίθετα) και διακρίνει τρία βασικά σχήματα κλίσης με επιμέρους υποκατηγορίες: α) η κατηγορία 1 περιλαμβάνει ουσιαστικά με δύο τύπους σε κάθε αριθμό και με κοινές καταλήξεις για όλα στον πληθυντικό, ενώ στον ενικό διακρίνονται οι υποκατηγορίες (1ΑΡ) και (1ΘΗ)∙ β) η κατηγορία 2 χαρακτηρίζεται από την κατάληξη της γενικής ενικού σε -u, ενώ οι τρεις υποκατηγορίες αφορούν η πρώτη κυρίως αρσενικά και οι άλλες μόνο ουδέτερα ουσιαστικά∙ γ) η κατηγορία 3 αποτελεί «μια πραχτικά σχηματισμένη συλλογή πολλών ανομοιογενών κλιτικών ομάδων από ουδέτερα ουσιαστικά που δεν επιδέχονται ένταξη σε καμία από τις άλλες δύο κατηγορίες» (σελ. 218-219), ενώ υποδιαιρείται σε δύο υποκατηγορίες, την 3Α για τα ανισοσύλλαβα και την 3Β για τα ισοσύλλαβα. Επισημαίνεται η μορφολογική και συντακτική συνάφεια των επιθέτων και των ουσιαστικών στη ΝΕΚ, γεγονός που δικαιολογεί α) την από κοινού εξέταση του κλιτικού τους συστήματος και β) τη θέση τους ως διακριτού μέρους του λόγου. Μεγάλη προσοχή δίνεται και εδώ, όπως και σε άλλα κεφάλαια, στο φαινόμενο της πολυτυπίας, ενώ επισημαίνεται τόσο η ανάγκη προτυποποίησης για εκπαιδευτικούς λόγους όσο και οι ποικίλες υφολογικές διακρίσεις που επιτρέπει η έλλειψή της.

Η μορφολογία του ρήματος είναι το αντικείμενο του πέμπτου κεφαλαίου. Ήδη από την αρχή, ο συγγραφέας επισημαίνει σε ένα πολύ δεμένο εισαγωγικό κείμενο τα έξι βασικά στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει κανείς για κάθε ρήμα της ΝΕΚ (καθώς και πέντε επιπλέον δέσμες δεδομένων που αφορούν τα θέματα της εξακολουθητικής όψης), παρατηρώντας ότι το ήδη σύνθετο τοπίο περιπλέκεται περαιτέρω εφόσον δεν υπάρχει συσχετισμός αυτών των δεδομένων αλλά ούτε και συνέπεια στη χρήση από τους ομιλητές. Γι' αυτό τον λόγο, τα θέματα και οι καταλήξεις παρουσιάζονται και κατηγοριοποιούνται ξεχωριστά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αλληλοεπικαλύψεις. Τα σύμβολα του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, παρότι φαινομενικά ιδιόρρυθμη επιλογή για την ελληνική έκδοση, βοηθούν στην ανάλυση των ρηματικών θεμάτων, όπως και η χρήση αρχιφωνημάτων (π.χ. Ρ για κάθε χειλικό) για τη δήλωση του θεματικού χαρακτήρα η οποία επιτρέπει γενικεύσεις.

Το έκτο κεφάλαιο πραγματεύεται την ονοματική φράση, τις προθέσεις και τις αντωνυμίες και αναφέρεται κυρίως σε συντακτικά φαινόμενα. Γι' αυτό θεωρώ ότι συναποτελεί μια ενότητα με το έβδομο κεφάλαιο που εστιάζει στη δομή της πρότασης (σειρά των λέξεων, παρατακτική σύνδεση και άρνηση). Εδώ δηλώνεται από την αρχή η μεγάλη ελαστικότητα της σειράς των όρων στη ΝΕΚ ως απόρροια του σύνθετου μορφολογικού της συστήματος. Η συντακτική λειτουργία των λέξεων είναι τόσο αλληλένδετη με τη μορφολογία, ώστε η σειρά των λέξεων στην πρόταση δεν επιτελεί σαφή συντακτική λειτουργία. Ενώ, όμως, χαρακτηρίζονται ουδέτερες συντάξεις τύπου Υ-Ρ-Α αλλά και Ρ-Υ-Α, διασαφηνίζεται ότι υπάρχουν σημασιολογικές και πραγματολογικές διαφορές μεταξύ των διαθέσιμων επιλογών. Παράλληλα, δίνεται έμφαση σε ιδιωματικές χρήσεις που, ενώ απαντούν σπανιότερα στον γραπτό λόγο, δεν μπορούν να απουσιάζουν από το γλωσσικό ρεπερτόριο του ικανού χρήστη, έστω παθητικά. Όπως και αλλού, ο Mackridge εκπλήσσει τον αναγνώστη με τη λεπτομερή καταγραφή χρήσεων που, ενώ είναι ευρύτατα διαδεδομένες, απουσιάζουν γενικά από τις γραμματικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αναφορά του στη σύνδεση με το και (343-346) που είναι, θεωρώ, η πληρέστερη στο είδος της.

Παρά τους εξεζητημένους τίτλους τους, το όγδοο και το ένατο κεφάλαιο ουσιαστικά ασχολούνται με εξαρτημένες προτάσεις που εκφέρονται με οριστική και «υποτακτική» και τους ανάλογους συμπληρωματικούς δείκτες (αναφορικά και συνδέσμους). Στο 8ο κεφ. γίνεται εξονυχιστική εξέταση του που και των ποικίλων χρήσεών του, που κατατάσσονται σε τρεις κύριες κατηγορίες (αναφορική αντωνυμία, ψευδο-αναφορικό, σύνδεσμος), χωρίς να παραλείπονται και άλλες χρήσεις του. Πολλές πληροφορίες δίνονται επίσης για τα αναφορικά όσος, όποιος, ό,τι, κλπ. Ο συγγραφέας καταγράφει το πρόβλημα της κατάταξης εύχρηστων λέξεων όπως το που, οι οποίες δοκιμάζουν τα όρια των ταξινομιών. Οι λύσεις που δίνει είναι πάντα υπέρ της πιστής περιγραφής, γεγονός που τον φέρνει αντιμέτωπο σε θέματα ορολογίας και κατηγοριοποίησης, τόσο με την παραδοσιακή γραμματική όσο και με τη σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα. Ιδιαίτερα φανερό γίνεται αυτό στο κεφ. 9 στη συζήτηση για την «υποτακτική», όπου υιοθετεί τη γλωσσολογική άποψη κυρίως ως προς τη μορφολογία αλλά μόνο εν μέρει ως προς τη σύνταξη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι αξιέπαινη η προσπάθεια εξήγησης και των ίδιων των όρων και των φαινομένων, ενώ είναι προφανές ότι ο συγγραφέας έχει επίγνωση των προβλημάτων της μεταγλώσσας, τα οποία άλλωστε καταθέτει.

Το δέκατο κεφάλαιο, που είναι αφιερωμένο στο λεξιλόγιο, εκτός από τους κοινούς τόπους παρουσιάζει σύντομα αλλά περιεκτικά τα γενικά χαρακτηριστικά και τις πηγές του λεξιλογίου της ΝΕΚ. Διακρίνονται προσεκτικά οι διάφορες παραδόσεις που διασταυρώνονται, πράγμα που δεν είναι μόνο επιστημονικά άρτιο αλλά έχει και παιδαγωγική αξία. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στις λέξεις της ΑΕ παράδοσης αλλά και στα δάνεια, ενώ τα υποκεφάλαια για τις σημασιολογικές περιοχές (βλ. όρους συγγένειας) και την πολυσημία και συνωνυμία συμπληρώνουν την εικόνα. Τέλος, η σύντομη επισκόπηση των λεξιλογικών προβλημάτων κλείνει το κεφάλαιο επισημαίνοντας γνωστά -και λιγότερο γνωστά- προβλήματα αναντιστοιχίας του λεξιλογίου της ΝΕΚ με αυτό άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών με τις οποίες είναι σε στενή επαφή.

Το βιβλίο κλείνει με το ενδέκατο κεφάλαιο που πραγματεύεται το ύφος και την ιδιωματικότητα. Επισημαίνεται ότι η ΝΕΚ χαρακτηρίζεται από έντονη προφορικότητα (αλλά και υποκειμενικότητα), γεγονός που απορρέει από τις επιλογές κοινωνικοποίησης των Ελλήνων, τη μακρόχρονη διγλωσσία, αλλά και τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας. Διακρίνεται, φυσικά, το ύφος του προφορικού από εκείνο του γραπτού λόγου, ενώ γίνεται προσπάθεια επιμέρους κατηγοριοποιήσεων, κυρίως για τον γραπτό λόγο, που αναπτύχθηκε διαφορετικά (και αναπάντεχα) στην Ελλάδα, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, λόγω της διγλωσσίας. Τα διεισδυτικά σχόλια του συγγραφέα και οι βιβλιογραφικές αναφορές που τα στηρίζουν είναι εξίσου χρήσιμα για τον έλληνα και τον ξένο σπουδαστή και πλαισιώνουν το πλούσιο υλικό που περιλαμβάνει από απολιθώματα, τυποποιημένες και ιδιωματικές εκφράσεις ως τη μάγκικη αργκό, τα κορακίστικα και τα καλιαρντά.

Συνολικά πρόκειται για ένα χρησιμότατο βιβλίο. Οι όποιες αντιρρήσεις μου έχουν να κάνουν με τυπικά ζητήματα που αφορούν την ευχρηστία του -τα οποία σίγουρα απασχόλησαν και τον συγγραφέα- όπως ο μάλλον ιδιόρρυθμος χωρισμός σε κεφάλαια, που συνεπάγεται αλληλοεπικαλύψεις και κατακερματισμό του υλικού, και οι σχηματικοί μορφολογικοί πίνακες. Τέλος, η μετάφραση ενός βιβλίου που πραγματεύεται τόσες διαφορετικές θεματικές στη γλώσσα είναι σαφώς δύσκολο έργο, κυρίως εφόσον προκύπτουν ζητήματα θεωρίας και ορολογίας σε τόσους τομείς. Με αυτά τα δεδομένα η μετάφραση ήταν επαρκής, αλλά υπάρχουν ορισμένες ασυνέπειες και ατυχείς αποδόσεις (βλ. επιτασσόμενος τροποποιητής [postmodifier] αλλά προτασσόμενος προσδιορισμός [premodifier],∙ τάξη αντί σειρά των λέξεων/όρων κλπ.), που θα μπορούσαν εύκολα να διορθωθούν σε μια προσεχή έκδοση.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Ιούν 2007, 13:45