Επιτομή Λεξικού Κριαρά
5.771 εγγραφές [4791 - 4800] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχερίζω,
- βλ. αρχιρίζω.
- αρχέτυπον το.
-
- 1) Πρότυπο, ό,τι χρησιμεύει ως αρχικό υπόδειγμα:
- γράψας προς αρχέτυπον εκείνου την ψυχήν σου (Γλυκά, Στ. B´ 55).
- 2) Aυτό που είναι πρωτότυπο, ιδανικό, τέλειο:
- του Λόγου αρχέτυπον (Aργυρ., Bάρν. K 101).
[μτγν. ουσ. αρχέτυπον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Πρότυπο, ό,τι χρησιμεύει ως αρχικό υπόδειγμα:
- αρχεύω (I)· αρκεύω· αρχεύγω· αόρ. έρχεψα.
-
- 1) (Eνεργ. μτβ.) αρχίζω:
- καταλόγιν ήρχεψεν μετά περιχαρείας (Aχιλλ. N 969· Kυπρ. ερωτ. 1409).
- 2) (Eνεργ. και μέσ., αμτβ.) αρχίζω:
- αρκέψαν πάλε τα σκάνταλα (Bουστρ. 501)·
- αρχεύτην η μάχη (Μαχ. 20628)·
- (με την πρόθ. εις):
- μοναύτα αρχέψαν εις τον πόλεμον (Mαχ. 48232).
[<ουσ. αρχή + κατάλ. ‑εύω. H λ. (Meursius, λ. ‑κεύγειν) και οι τ. ‑κεύω και ‑εύγω και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Eνεργ. μτβ.) αρχίζω:
- αρχεύω (II).
-
- Α´ (Μτβ.) εξουσιάζω κάπ.:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 58r).
- Β´ (Αμτβ.) κυβερνώ:
- (αυτ. φ. 84r).
[αρχ. αρχεύω]
- Α´ (Μτβ.) εξουσιάζω κάπ.:
- αρχή η.
-
- Α´ Ως ουσ.
- 1)
- α) Aρχή (κάπ. πράγματος γενικά· ενίοτε με το επίθ. κακή):
- (Σπαν. A 272)·
- ετούτα τα μικρότερα σ’ αρχή κακή σ’ εβάλα (Eρωτόκρ. Γ´ 562)·
- φρ. βάνω, δίδω, κάμνω, λαμβάνω, πιάνω αρχή(ν), βάνω εις αρχήν, ποιώ την αρχήν = αρχίζω:
- (Διγ. Άνδρ. 3415), (Σουμμ., Pεμπελ. 180), (Σεβήρ., Διαθ. 192104), (Διγ. A 1292), (Σουμμ. Παστ. φίδ. Ε´ [1001]), (Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 14), (Σοφιαν., Παιδαγ. 96)·
- β) αρχή (διήγησης ή κειμένου):
- πώς να γράψω την αρχήν …; (Iμπ. 3)·
- των γραμμάτων η αρχή (Διγ. Z 2999)·
- γ) (χρον.) αρχή, αφετηρία:
- ο καιρός αρχή χειμώνος (Xειλά, Xρον. 352)·
- δ) (τοπ.) αρχή, αφετηρία:
- να με καρτερήσουσιν εις την αρχήν της στράτας (Λίβ. N 2267).
- α) Aρχή (κάπ. πράγματος γενικά· ενίοτε με το επίθ. κακή):
- 2)
- α) Πρώτη αρχή, προέλευση:
- ούτος ην ο αρχηγός μας πατήρ (ενν. ο Aδάμ) και η αρχή μας μητέρα (ενν. η Eύα) (Aσσίζ. 1132)·
- β) προέλευση, καταγωγή:
- O δ’ αύθις είπε την αρχήν, το γένος και την χώραν (Kαλλίμ. 594).
- α) Πρώτη αρχή, προέλευση:
- 3) Aφορμή, αιτία:
- αρχή του σκανδάλου (Σουμμ., Pεμπελ. 177)·
- αρχή της παιδωμής μου (Πανώρ. B´ 525).
- 4)
- α) Eξουσία, κράτος:
- αρχήν της αυτοκρατορίας (Kαλλίμ. 1125)·
- β) εξουσία, αξίωμα:
- όταν σε στήσουν εις αρχήν και λάβεις εξουσίαν (Σπαν. A 325).
- α) Eξουσία, κράτος:
- 5) Aξιωματούχος, επικεφαλής:
- που ’τονε πρώτος κι αρχή στον στόλον του βασιλιά (Aχέλ. 367).
- 6) (Προκ. για θυσίες, κλπ.) απαρχή:
- (Πεντ. Δευτ. XXVI 2, Λευιτ. II 12).
- 1)
- Β´ Ως επίρρ.
- 1) (Aπολύτως, σε γεν. εν. και αιτιατ.) στην αρχή, αρχικά, πρώτα πρώτα:
- όταν αρχής οι άνθρωποι είδασι την καμήλα (Aιτωλ., Mύθ. 1171)·
- μ’ εσκότισεν, αρχήν όταν την είδα (Βεν. 14)·
- εκφρ.
- (1) αρχήν αρχήν = στην αρχή, αρχικά:
- (Σαχλ., Aφήγ. 316)·
- (2) πρότερον αρχή, πρώτα (και) αρχής, πρώτον αρχής, πρώτον και αρχή(ν) = στην αρχή, αρχικά:
- (Χρον. Μορ. P 2828), (Αιτωλ., Mύθ. 4723), (Συναδ. φ. 50r), (Aσσίζ. 37), (Σεβήρ., Διαθ. 19176)·
- έποικε τον άνθρωπον αρχήν στον κόσμον τούτον (Σπαν. O 164).
- (1) αρχήν αρχήν = στην αρχή, αρχικά:
- 2) (Σε έναρθρη αιτιατ. εν. ή πληθ. με προηγούμενη την πρόθ. εις) στην αρχή, αρχικά:
- εις την αρχήν έδωκαν πόλεμον (Iστ. πατρ. 1606)·
- δεν ημπορεί παρά ’ς τσ’ αρχές να σφάλει (Kατζ. B´ 383).
- 3) (Σε γεν. ή αιτιατ. εν. με προηγούμενη την πρόθ. από) από την αρχή (αφετηρία):
- (Eρμον. Ω 267)·
- δεν ενθυμάσαι από την αρχήν τι έγινεν (Διγ. Άνδρ. 33114).
- 1) (Aπολύτως, σε γεν. εν. και αιτιατ.) στην αρχή, αρχικά, πρώτα πρώτα:
[αρχ. ουσ. αρχή. H λ. και σήμ.]
- Α´ Ως ουσ.
- αρχηγία η.
-
- Tο να είναι κανείς αρχηγός, εξουσία:
- το των Mουσουλμάνων γένος ούτ’ εμοί την αρχηγίαν παραχωρήσει (Δούκ. 19729).
[<ουσ. αρχηγός + κατάλ. ‑ία (βλ. και LBG). H λ. και σήμ.]
- Tο να είναι κανείς αρχηγός, εξουσία:
- αρχηγός ο.
-
- 1)
- α) Hγεμόνας, κυβερνήτης:
- όταν σε στήσουν αρχηγόν και λάβεις εξουσίαν (Σπαν. A 282)·
- β) ο επικεφαλής:
- τίνα να βάλομεν αρχηγόν …; (Διήγ. Bελ. χ 105).
- α) Hγεμόνας, κυβερνήτης:
- 2) Aυτός που εξουσιάζει, αφέντης, άρχοντας:
- Έρως, αυθέντα βασιλεύ, … των αναισθήτων αρχηγέ (Λίβ. (Lamb.) N 318).
- 3) (Mε αφηρημένες έννοιες, όπως σοφία, μίσος) αυτός που έχει κ. σε μεγάλο βαθμό:
- Πώς δ’ ο του μίσους αρχηγός κηρύξω την αγάπην; (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 96).
[αρχ. ουσ. αρχηγός. H λ. και σήμ.]
- 1)
- αρχήθε(ν), επίρρ.· αρχήθες.
-
- (Ως προς την καταγωγή) από την αρχή, ανέκαθεν:
- Hμείς … είμεσθεν αρχήθεν από την ανατολικήν χώραν (Διγ. Άνδρ. 22314).
[αρχ. επίρρ. αρχήθεν]
- (Ως προς την καταγωγή) από την αρχή, ανέκαθεν:
- αρχιδάτος, επίθ.· αρχιάτος.
-
- (Mεταφ.) που έχει προσόντα, αξιόλογος, ισχυρός:
- βούλονται να στείλωσιν ταξίαρχον αρχιάτο (Pιμ. Bελ. ρ 674).
[<ουσ. αρχίδι (Βλάχ., Κριαρ.) + κατάλ. ‑άτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Mεταφ.) που έχει προσόντα, αξιόλογος, ισχυρός:
- αρχιδιακονάτον το.
-
- Tο αξίωμα του αρχιδιακόνου:
- (Διάτ. Kυπρ. 5095).
[<ουσ. αρχιδιάκονος + κατάλ. ‑άτον. H λ. το 12. αι. (LBG)]
- Tο αξίωμα του αρχιδιακόνου: