Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3.062 εγγραφές [281 - 290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαλακαίνω.
-
- Κάνω κ. μαλακό, εύπλαστο, επεξεργάσιμο:
- ωσάν η φωτιά το σίδηρον, οπού το μαλακαίνει (Διγ. A 2675).
[<επίθ. μαλακός + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. στο Βλάχ.]
- Κάνω κ. μαλακό, εύπλαστο, επεξεργάσιμο:
- μαλακία η.
-
- 1) Εξασθένηση, αδυναμία, αρρώστια:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1648).
- 2) Αυνανισμός:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι X 63).
[αρχ. ουσ. μαλακία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εξασθένηση, αδυναμία, αρρώστια:
- μαλακιάζω.
-
- Μαλάσσω, χαϊδεύω:
- να πίασες τα χέρια μου και να τα μαλακιάσες (Περί ξεν. 524).
[<μαλακίζω με επίδρ. ρ. σε ‑ιάζω]
- Μαλάσσω, χαϊδεύω:
- μαλακίζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Βαστώ· κραδαίνω, σείω:
- κοντάριν εμαλάκιζεν την κονταρέαν με δώσει (Διγ. Esc. 1445).
- 2) Μαλάσσω, χαϊδεύω:
- (Περί ξεν. 524 κριτ. υπ).
- 1) Βαστώ· κραδαίνω, σείω:
- II. Μέσ.
- 1) Μαλακώνω, πραΰνομαι, ηρεμώ:
- (Αχιλλ. (Smith) N 1445).
- 2) Εξασθενώ:
- ευρέθη … τεθνηκώς αίφνης, ούτε ασθενήσας ούτε τι μαλακισθείς (Ιστ. πολιτ. 5413).
- 3) Αυνανίζομαι:
- (Αποκ. Θεοτ. II 21).
- 1) Μαλακώνω, πραΰνομαι, ηρεμώ:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = μαλακός, ήρεμος:
- λόγον … μαλακισμένον (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 846).
[αρχ. μαλακίζομαι. Το μέσ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- μαλακιστής ο.
-
- Αυτός που αυνανίζεται:
- (Αποκ. Θεοτ. Ι 207).
[<αόρ. του μαλακίζομαι + κατάλ. ‑τής]
- Αυτός που αυνανίζεται:
- μαλακός, επίθ.
-
- 1) Απαλός στην αφή, που υποχωρεί στην πίεση, σε αντίθεση προς το σκληρό:
- (Προδρ. IV 622).
- 2) (Προκ. για τοίχο) μη ανθεκτικός, εύθραυστος:
- (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) Ι 4).
- 3) (Προκ. για δέρμα ή σάρκα) άτριχος, τρυφερός, απαλός:
- (Συναξ. γυν. 536), (Θησ. Ί [574]).
- 4) Μεταφ.
- α) (προκ. για λόγο) ήπιος, πραϋντικός:
- (Βέλθ. 108)·
- β) (προκ. για φωτιά) σιγανή:
- ανθρακίαν μαλακήν (Ορνεοσ. αγρ. 54021)·
- γ) φρ. πάσχω τι μαλακόν = εξασθενώ, αδρανώ, γίνομαι νωθρός:
- (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 278).
- α) (προκ. για λόγο) ήπιος, πραϋντικός:
- 5) Προκ. για ευνούχο:
- ο θλιβίας, ο καστράτος και ο μαλακός εκ κοιλίας (Ελλην. νόμ. 55613).
- 6) Κίναιδος:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 366r).
[αρχ. επίθ. μαλακός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Απαλός στην αφή, που υποχωρεί στην πίεση, σε αντίθεση προς το σκληρό:
- μαλακτά, επίρρ.
-
- Μαλακά, ήρεμα, με ήπιο τρόπο:
- θέλεις το πειν καλά … και μαλακτόττερα παρά που σου παράγγειλαν (Μαχ. 47218).
[<επίθ. μαλακτός]
- Μαλακά, ήρεμα, με ήπιο τρόπο:
- μαλακτιάνω — (‑ιαίνω) — μαλακτιανίσκω· μαλαχτιάνω — (‑ιαίνω) — μαλαχτιανίσκω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Μαλακώνω, απαλύνω κ.:
- πράγματα μαλαχτά οπού να το εμαλακτιάναν (ενν. το απόσταμαν) (Ασσίζ. 1782).
- 2) (Μεταφ.) κατευνάζω, πραΰνω:
- να μαλακτιάνουν τον θυμόν τους (Μαχ. 32239).
- 1) Μαλακώνω, απαλύνω κ.:
- Β́ (Αμτβ.) γίνομαι μαλακός, απαλός:
- απόσταμαν … να μαλαχτιάνει (Ασσίζ. 43023‑4).
[<επίθ. μαλακτός + κατάλ. ‑ιάνω/‑ιαίνω ή ‑ιανίσκω. Οι τ. ‑χτιάνω, ‑χτιανίσκω, καθώς και ‑χκιαίνω, ‑χκιανίσκω, και σήμ. κυπρ. Η λ. (‑ιάνω, ‑ιανίσκω) στο Meursius (‑ειν)]
- Ά Μτβ.
- μαλακτικός, επίθ.
-
- Καταπραϋντικός:
- (Ιερακοσ. 49520).
- Το ουδ. ως ουσ. = επίχρισμα, έμπλαστρο που έχει μαλακτικές ιδιότητες:
- το βυζίν όταν πρηστεί … να ανοίξει με τα μαλακτικά (Ιατροσ. κώδ. τλβ́).
[αρχ. επίθ. μαλακτικός. Η λ. και σήμ.]
- Καταπραϋντικός:
- μαλακτός, επίθ.· μαλαχτός.
-
- Μαλακτικός:
- είχεν (ενν. ο σκλάβος) απόσταμαν … και έμελλεν να βάλει (ενν. ο γιατρός) πράγματα μαλαχτά (Ασσίζ. 43023).
[αρχ. επίθ. μαλακτός. Ο τ. και σήμ. κυπρ. με διαφορ. σημασ.]
- Μαλακτικός: