Επιτομή Λεξικού Κριαρά
4.519 εγγραφές [1301 - 1310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κασίδα η.
-
- Αρρώστια των τριχών του κεφαλιού:
- (Ιατροσ. κώδ. υνα´).
[<ουσ. κασσίδιον + κατάλ. ‑α. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Αρρώστια των τριχών του κεφαλιού:
- κασιδιάρης ο.
-
- Που πάσχει από κασίδα:
- κανένα νιο ανοστότερο, φτωχό και κασιδιάρη (Πανώρ. Γ´ 366).
[<ουσ. κασίδα + κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που πάσχει από κασίδα:
- κασόνι το.
-
- Κιβώτιο:
- (Φορτουν. Β´ 448).
[<ιταλ. cassone. Η λ. και σήμ.]
- Κιβώτιο:
- κάσσαρο το.
-
- Μεγάλος πύργος που περιβάλλεται από τείχος, φρούριο:
- Η Καπάλεια είναι κάσσαρο μεγάλο και στρογγυλό (Πορτολ. Α 35217).
- Η λ. ως τοπων.:
- (αυτ. 36110).
[<παλαιότ. ιταλ. cassaro (Kahane-Bremner 1967: 38) <μεσν. λατ. cassarum (Du Cange, Lat.) <αραβ. ḳa ṣr. Η λ. και σήμ. ως ναυτ.]
- Μεγάλος πύργος που περιβάλλεται από τείχος, φρούριο:
- κάσσαρος ο.
-
- Φρούριο:
- (Πορτολ. Α 3514).
[<ουσ. κάσσαρο (βλ. ά.)]
- Φρούριο:
- κασσίδερος ο,
- βλ. κασσίτερος.
- κασσίδιον το· κασσίδι· κασσίδιν.
-
- Περικεφαλαία, κράνος:
- (Ιμπ. 390).
[<ουσ. κασσίς + κατάλ. ‑ίδιον. Η λ. τον 3.-4. αι. (L‑S., κασί‑)]
- Περικεφαλαία, κράνος:
- κασσιδολίτσιν το.
-
- Ραβδί με μεταλλική επένδυση στην άκρη:
- (Διγ. Z 1990).
[πιθ. σχετ. με λατ. cassidula (Αλεξίου Στ., Διγ. Esc., σ. 219-20)]
- Ραβδί με μεταλλική επένδυση στην άκρη:
- κάσσις η· πληθ. κάσσεις, (Ερμον. Ε 298, Σ 91 (έκδ. τοις κάσοις)).
-
- Κράνος:
- Εκ της κάσσις … κλήρος … εφάνη (αυτ. I 190 (έκδ. κάσης)· Κ 97, Λ 229, Ξ 258, Τ 302).
[<λατ. cassis. Τ. ‑ίς τον 6. αι. Η λ. στο Meursius]
- Κράνος:
- κασσίτερος ο· κασσίδερος.
-
- Eίδος μετάλλου:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1311).
[αρχ. ουσ. κασσίτερος. H λ. και σήμ.]
- Eίδος μετάλλου: