Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευν
22 εγγραφές [11 - 20]
ευνοστολογία η· εμνοστολογία.
  • Γλυκά, ευχάριστα λόγια:
    • της κόρης και των εκατόν τας εμνοστολογίας (Λίβ. Sc. 3124).

[<επίθ. εύνοστος + λογία]

εύνοστος, επίθ.· έμνοστος· εύμνοστος· όμνοστος.
  • 1) Νόστιμος:
    • γεύσις έμνοστος (Διγ. Esc. 1553).
  • 2) (Μεταφ.) γλυκός, ευχάριστος:
    • τον ήχον τον έμνοστον (Θησ. Γ´ [111]
    • το εύνοστον παιγνίδιν των ερώτων (Καλλίμ. 2070).
  • 3) Όμορφος:
    • έμνοστον νέον (Διγ. Gr. 1233).
  • 4) Κατάλληλος:
    • καιρόν μη ευρούμεν έμνοστον, ώραν επιτηδείαν (Λίβ. N 2551).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ομορφιά:
    • Ομμάτια τά εκαλλώπισε με το εύνοστον η φύσις (Λίβ. Sc. 1286).

[μτγν. ουσ. εύνοστος ως επίθ. Ο τ. έμν‑ στο Du Cange και σήμ. ποντ. Ο τ. όμν‑ στο Somav.]

ευνοστοσύνη η· εμνοστοσύνη.
  • Νοστιμιά (μεταφ.), χάρη (σωματική):
    • (Φλώρ. 930).

[<επίθ. εύνοστος + κατάλ. σύνη]

ευνοστότητα η· εμνοστότητα.
  • Κομψή, χαριτωμένη εμφάνιση:
    • να έχεις εμνοστότηταν και ηδονήν παράξενον (Σπανός A 128).

[<επίθ. εύνοστος + κατάλ. τητα]

ευνοστοτοπία η· ευμνοστοτοπία.
  • Ομορφιά του τόπου:
    • εις λιβάδιν κατουνεύουν διά την ευμνοστοτοπίαν (Λίβ. N 3481).

[<επίθ. εύνοστος + ουσ. τόπος]

ευνοστούτσικος, επίθ.· εμνοστούτσικος.
  • Χαριτωμένος, όμορφος:
    • κόρες εμνοστούτσικες (Φλώρ. 771
    • δένδρον εμνοστούτσικον (αυτ. 975).

[<επίθ. εύνοστος + κατάλ. ούτσικος]

ευνουχίζω· μουνουχίζω.
  • Ευνουχίζω:
    • εμέναν δεν με μουνουχίζεις (Μπερτολδίνος 148).

[μτγν. ευνουχίζω. Ο τ. στο Meursius (μουνουχίσειν) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

ευνουχικός, επίθ.· ευνούχικος.
  • Που αναφέρεται στους ευνούχους:
    • γένος γαρ παν ευνουχικόν φιλεί την κολακείαν (Λίβ. Sc. 1002).

[μτγν. επίθ. ευνουχικός (L‑S Suppl.)]

ευνουχιστής ο· μουνουχιστής.
  • Αυτός που ευνουχίζει:
    • Μήνα είναι κανένας μουνουχιστής; (Μπερτολδίνος 148).

[<αόρ. του ευνουχίζω + κατάλ. τής. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. σε Γλωσσάρ.]

ευνουχόπουλον το.
  • Νεαρός ευνούχος:
    • (Λίβ. Sc. 50).

[<ουσ. ευνούχος + κατάλ. πουλον]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες