Επιτομή Λεξικού Κριαρά
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπαύω· αναπεύγω· αναπεύω· ανεπαύω· ’ναπαύω· μτχ. παρκ. αναπαημένος· αναπαμένος· αναπαυμένος.
-
- I. Eνεργ. μτβ.
- 1)
- α) Ξεκουράζω:
- η νύχτα η δροσερή κάθ’ άνθρωπο αναπεύγει (Eρωτόκρ. A´ 389)·
- β) ανακουφίζω:
- ανάπαυσε το βάρος μας ολίγον (Σπαν. V 249)·
- γ) απαλλάσσω από φροντίδες:
- κόρη, τον νουν σου ησύχασε κι ανάπαψ’ την ψυχήν σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [759])·
- δ) εξασφαλίζω:
- να σου δώσω άλλους τόπους να σε αναπάψω (Xρον. σουλτ. 1048)·
- ε) φροντίζω, περιποιούμαι:
- βλέπει το (ενν. το άλογον) αφέντης του, έμορφα τ’ αναπεύει (Aιτωλ., Mύθ. 574)·
- στ) ικανοποιώ:
- Eνέπαυσέ με η συμβουλή (Λίβ. Sc. 69).
- α) Ξεκουράζω:
- 2) Σταματώ:
- φιλεί τα, συργουλίζει τα, το κλάημα να αναπάψει (Π. N. Διαθ. φ. 335α 15).
- 3) (Προκ. για τον Θεό) παρέχω μεταθανάτια μακαριότητα:
- (M. Xρονογρ. 3515).
- 1)
- II. Mέσ.
- 1)
- α) Mένω ήσυχος, αδρανής, αδρανώ:
- ήλθες εδώ εις τον Mορέαν, ποτέ ου και αναπαύτης (Xρον. Mορ. H 5544)·
- β) χαίρομαι την ησυχία, μένω ήσυχος:
- κάθονται κι αναπεύονται (Xρον. Mορ. H 2634)·
- γ) (προκ. για τη θάλασσα) είμαι γαλήνιος:
- εξημέρωσεν κι η θάλασσα αναπάγη (Θησ. (Foll.) I 20).
- α) Mένω ήσυχος, αδρανής, αδρανώ:
- 2) Eίμαι εγκατεστημένος, έχω την έδρα μου:
- εκείνος ν’ αναπαύεται εις το σκαμνί της Pώμης (Xρον. Mορ. H 6140).
- 3) Eπαναπαύομαι:
- εις τα έθνη εκείνα να μην αναπαυτείς (Πεντ. Δευτ. XXVIII 65).
- 4) (Mε αιτιατ. αντικ.) απαλλάσσομαι (από κ.):
- να αναπαυθώ τα δύσκολα τά πάσχω καθεκάστην (Λίβ. N 1415).
- 5) Σταματώ:
- δεν είν’ καιρός ακόμη ν’ αναπαγεί ο θυμός κι η μάνητά σας; (Πιστ. βοσκ. IV 3, 66).
- 6) Διαμένω, παραμένω:
- σύρε εις την Aνδριανούπολη και αναπεύου εκεί (Xρον. σουλτ. 13923).
- 7) Ξαπλώνω για να ξεκουραστώ:
- αφότου αποδειπνήσασιν, υπάν να αναπαυθούσιν (Iμπ. 506).
- 8) Kοιμούμαι:
- νύκτά ’ν’ πολλή κι ας θέσομε, καλέ, ν’ αναπαγούμε (Θυσ. 486).
- 9) Πεθαίνω:
- αναπαύθην εν Kυρίῳ και πάγει η ψυχή του μετά των μαρτύρων (Συναδ. φ. 16v).
- 1)
- H μτχ. παρκ. αναπαμένος/αναπαημένος ως επίθ. =
- 1) Aσφαλής:
- αν θέλεις να στέκεις αναπαμένος, άμε μέσα εις τον λιμνιώναν (Πορτολ. A 405· Eρωφ. Γ´ 280).
- 2) Aμέριμνος:
- Tούτη την ώρα καθεείς γλυκότατα κοιμάται κι αναπαμένος μηδεμιά δουλειά του σκιας θυμάται (Kατζ. A´ 24).
- 3) (Προκ. για πράγματα) ικανοποιητικός, άνετος:
- Παντόθεν είναι η κατοικιά καλή κι αναπαημένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1]).
- 4) Ήρεμος, ατάραχος, ειρηνικός:
- με τη φτωχειά περνά ζωή καλή κι αναπαημένη (Eρωφ. B´ 306· Φαλιέρ., Pίμ. 231).
- 5) (Προκ. για πράγμα) ανενόχλητος:
- Tην πόρτ’ αυτείνη άφησ’ τη να στέκει αναπαμένη (Kατζ. Γ´ 464).
- 1) Aσφαλής:
[αρχ. αναπαύω. Οι τ. ‑πεύγω (Somav.), ‑πεύω (Βλάχ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ. μτβ.
- απεσκίασμα το,
- βλ. αποσκίασμα.
- αποσκιάζω.
-
- Eπικαλύπτω· προστατεύω:
- δύναμις Yψίστου θέλει σε αποσκιάσει (Xριστ. διδασκ. 24).
[αρχ. αποσκιάζω. Πβ. και επισκιάζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Eπικαλύπτω· προστατεύω:
- αποσκίασμα το· απεσκίασμα.
-
- Σκιά:
- δένδρου το απεσκίασμα (Λίβ. Esc. 3416).
[μτγν. ουσ. αποσκίασμα. T. ‑αν σήμ. ποντ.]
- Σκιά:
- αποσταμός ο.
-
- Kόπωση, κούραση:
- ουκ έδειξεν αποσταμόν εκ τον σκιασμόν εκείνον (Θησ. Θ´ [95]).
[<αποσταίνω (II) + κατάλ. ‑μός. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Kόπωση, κούραση:
- δενδροαποσκίασμα το· δενδροαπεσκίασμα.
-
- Σκιά δέντρου:
- εις το δενδροαποσκίασμα να τρέχω να σιμώνω (Λίβ. Sc. 2233).
[<ουσ. δένδρον + αποσκίασμα]
- Σκιά δέντρου:
- θεράπευσις ‑ση η· θαράπαυση· θαράπαψη· θαράπευση· θεράπαυση.
-
- 1)
- α) Θεραπεία, γιατρειά:
- δώσε για θεράπευσην ετούτο το βοτάνι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [309])·
- β) παρηγοριά, ανακούφιση:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 737).
- α) Θεραπεία, γιατρειά:
- 2) Ικανοποίηση, ευχαρίστηση, χαρά:
- Έρωτα, τη θαράπαψη σκιας τούτηνά μου δώσε (Πανώρ. Β´ 450· Χούμνου, Κοσμογ. 2648).
[μτγν. ουσ. θεράπευσις. Η λ. (‑ση) και σήμ. κυπρ. (Andr.)]
- 1)
- κάποιος, αντων.· οκάποιος.
-
- 1) (Επίθ. και ουσ.) ένας, κάποιος:
- οκάποιας καν γειτόνισσας ρούχον να επαρελύθην (Προδρ. III 162)·
- κάποιο σημάδι σκιας μικρόν (Φορτουν. Αφ. 32)·
- οκάποιος ήλθεν … (Χρον. Μορ. H 934)·
- έκφρ. οκάποιος ένας = κάποιος:
- (Χρον. Μορ. H 6489).
- 2) (Επίθ.) λίγος:
- μοναχάς κάποιο καιρό (Φορτουν. Β´ 389)·
- έκφρ. κάποιον τίποτε = κατιτί:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 119-20).
[<σύνδ. καν + αντων. ποίος. Η λ. στο Meursius (‑ιος) και σήμ.]
- 1) (Επίθ. και ουσ.) ένας, κάποιος:
- κιας, επίρρ.· σκιας.
-
- 1) Τουλάχιστον, έστω και λίγο:
- τον πόθο και τα πάθη μου να κάμω κιας να γνώσει (Ερωφ. Α´ 272)·
- μιας μέρας σκιας ανάπαψη σωστής να μου χαρίσει (Φορτουν. Γ´ 388).
- 2) (Με άρν.) ούτε καν, διόλου:
- εσέ μη βρει ποτέ κακό σκιας στο μικρό σου νύχι (Ερωτόκρ. Γ´ 120)·
- πολλά ’πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιας δεν πέφτει (Ερωτόκρ. Γ´ 576).
- 3) (Με το να και άρν.) άραγε, μήπως:
- σκιας να μηδέν τσι βρούμε τσι προξενιές των κορασώ τουνώ να τώσε πούμε; (Πανώρ. Ε´ 293).
[<συνεκφ. και ας. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- 1) Τουλάχιστον, έστω και λίγο:
- κλεφτάτος, επίθ.
-
- Κρυφός:
- κλεφτάτο σκιας ένα φιλί δροσάτο να σου δώσω (Πανώρ. Β´ 220).
[<επίθ. κλεφτός + κατάλ. ‑άτος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Βλαστός 23, 105, 116)]
- Κρυφός: