Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαξιλάρι
1 εγγραφή
μαξιλάρι το· μαξελάρι(ν)· μαξιλάριν.
  • Μαξιλάρι:
    • (Ch. pop. 32).

[<λατ. maxillaris ‑e με επίδρ. της κατάλ. ‑άρι(ον). Τ. ‑λλάριον στον Αχμέτ. Ο τ. μαξελάρι στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες