Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κωμοδρόμος ο.
-
- Σιδηρουργός:
- ο κωμοδρόμος ας σταυρώσει αυτόν (ενν. τον Iησού) (Mυστ. 60).
[<ουσ. κώμη + δρόμος. H λ. τον 9. αι. και σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.)]
- Σιδηρουργός: