Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρονόληρος
1 εγγραφή
κρονόληρος, επίθ.
  • Φλύαρος, ξεμωραμένος:
    • κρονόληρον γερόντιον (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 1970).

[μτγν. επίθ. κρονόληρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες