Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλάσμα το.
-
- 1)
- α) Σπάσιμο, λύγισμα·
- (εδώ) άρθρωση:
- κλάσματα ου κέκτηται, ήγουν γονάτων κλίσεις (Φυσιολ. (Legr.) 8)·
- (εδώ) άρθρωση:
- β) θλάση:
- (Ορνεοσ. αγρ. 5546).
- α) Σπάσιμο, λύγισμα·
- 2) (Πιθ.) μέρος, κομμάτι, αλλά και πορδή:
- (Σπανός D 570).
[μτγν. ουσ. κλάσμα. Η λ. και σήμ.]
- 1)