Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιας
1 εγγραφή
κιας, επίρρ.· σκιας.
  • 1) Τουλάχιστον, έστω και λίγο:
    • τον πόθο και τα πάθη μου να κάμω κιας να γνώσει (Ερωφ. Α´ 272
    • μιας μέρας σκιας ανάπαψη σωστής να μου χαρίσει (Φορτουν. Γ´ 388).
  • 2) (Με άρν.) ούτε καν, διόλου:
    • εσέ μη βρει ποτέ κακό σκιας στο μικρό σου νύχι (Ερωτόκρ. Γ´ 120
    • πολλά ’πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιας δεν πέφτει (Ερωτόκρ. Γ´ 576).
  • 3) (Με το να και άρν.) άραγε, μήπως:
    • σκιας να μηδέν τσι βρούμε τσι προξενιές των κορασώ τουνώ να τώσε πούμε; (Πανώρ. Ε´ 293).

[<συνεκφ. και ας. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες