Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "Εβραίος"
Εβραίος ο· ’Βραιός· Εβραιός· Εβριός· Οβραίος· Οβριός.
  • 1) Εβραίος:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1925).
  • 2) Προκ. για άνθρωπο που έχει ελαττώματα, τα οποία αποδίδονται στους Εβραίους:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47618).

[μτγν. εθν. Εβραίος. Οι τ. Εβραιός, Εβριός, Οβριός στο Somav. Ο τ. Οβριός και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες