Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "ξύλον" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξύλον το· ξύλο.
-
- 1)
- α) Το ξύλο δέντρου ή θάμνου:
- ξύλα εδρινά (Πεντ. Έξ. XXV 10)·
- ξύλο δροσερό (= χλωρό) (Ερωτόκρ. Γ́ 279)·
- β) κομμένο ξύλο κατάλληλο για την κατασκευή αντικειμένων ή κτηρίων:
- (Hagia Sophia ω 5184)·
- θα χαθούν οι τέχνες σας που κάνετε με ξύλα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55226· Καλλίμ. 334)·
- γ) καυσόξυλο:
- (Ιστ. Βλαχ. 2803)·
- δουλείας αναγκαίας, εις ξύλα, εις μύλους … (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IX 5)·
- (σε μεταφ.):
- βάνω τα ξύλα στη φωτιά και καίγω την καρδιά μου (Ερωτόκρ. Γ́ 196).
- α) Το ξύλο δέντρου ή θάμνου:
- 2) (Ειδικ.) κομμάτι, βέργα από δέντρο:
- εισέ ψηλό ερμοχάρακον τα ξύλα αυτά (ενν. τον πεύκο, τον κέδρο και το κυπαρίσσι) φυτεύουν (Χούμνου, Κοσμογ. 1174· 1178)·
- (σε μεταφ.):
- η τύχη θέλησε ξύλα ξερά ν’ ανθίσου (Ερωτόκρ. Έ 275).
- 3) Ξυλεία:
- ξύλα μέλλεις εισαγαγείν (Metrol. 1311).
- 4) (Μεταφ. και σε μεταφ.)
- α) προκ. για κ. που αποκτά ξυλώδη υφή, που γίνεται σκληρό και άκαμπτο:
- τα ψύγουν (ενν. του δεντρού τα φύλλα) οι χιονιές και κάνουσί τα ξύλα (Ερωτόκρ. Γ́ 118)·
- β) (προκ. για πρόσωπο):
- από την πικρίαν μου είμαι ξύλον κομμάτι (Αιτωλ., Βοηβ. 283)·
- όταν κοιμάται, ως το ξύλον δεν γροικάται (Συναξ. γυν. 760).
- α) προκ. για κ. που αποκτά ξυλώδη υφή, που γίνεται σκληρό και άκαμπτο:
- 5) Ραβδί· μπαστούνι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22528), (Ιστ. Βλαχ. 831), (Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 145).
- 6)
- α) Δοκός:
- (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 58)·
- β) σανίδα:
- ξύλα να μαζώνουσι ’πού τες σπασμένες βάρκες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32812).
- α) Δοκός:
- 7) (Συνεκδ.) ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός:
- επαίδευσέ σας … διά δαρμού και ξύλου (Σπαν. B 429).
- 8) (Συνεκδ., ως μέσο βασανιστηρίου ή θανάτωσης)
- α) προκ. για κρεμάλα:
- το της φούρκας ξύλον (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3088)·
- β) σταυρός:
- να κρεμάσει (ενν. ο Φαρώ) εσέν ιπί ξύλο (Πεντ. Γέν. XL 19).
- α) προκ. για κρεμάλα:
- 9) (Συνεκδ.) προκ. για τον Τίμιο Σταυρό:
- τον Σωτήρα … κρεμάμενον εν ξύλῳ (Θρ. Θεοτ. 2)·
- εκφρ.
- (1) ζωοποιόν ξύλον = ο Τίμιος Σταυρός:
- (Μαχ. 629)·
- (2) τίμιον ξύλον = μικρό κομμάτι του Τίμιου Σταυρού:
- (Σεβήρ., Διαθ. 191), (Κώδ. Πάτμου I 19).
- (1) ζωοποιόν ξύλον = ο Τίμιος Σταυρός:
- 10)
- α) (Συνεκδ.) δέντρο:
- (Φυσιολ. 3456), (Καλλίμ. 97)·
- (εδώ προκ. για την κληματαριά):
- (Πωρικ. V 85)·
- β) το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού:
- διά να φάγει (ενν. ο Αδάμ) από το ξύλον, εβγήκεν από τον παράδεισον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 94v)·
- (προκ. για τον καρπό του):
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 167)·
- γ) έκφρ. το ξύλον της ζωής = η Θεοτόκος:
- (Εις Θεοτ. 100.)>
- α) (Συνεκδ.) δέντρο:
- 11) (Συνεκδ.)
- α) πλοίο:
- ξύλον … πραματευτάρικον (Βουστρ. 707)·
- β) (γενικά) πλεούμενο:
- έκαυσα τα ξύλα και τα πλοία (Γεωργηλ., Βελ. Λ 286)·
- κάτεργα δύο και ξύλα μικρά ικανά (Πανάρ. 712).
- α) πλοίο:
- 12) (Συνεκδ.) ξύλινο μουσικό όργανο:
- (Λίβ. Esc. 933).
- 13) Ξύλινο κοντάρι:
- (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 325).
- 14) Προκ. για τόξο:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1450]).
- 15) Ξύλινη πολεμική μηχανή:
- πετροβόλα … ξύλα (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) Ι 48).
- 16) Μονάδα μέτρησης μήκους:
- (Metrol. 4311, 22).
- 17) (Μεταφ., για χαρακτηρισμό προσώπου)
- α) που μένει εμβρόντητος, αποσβολωμένος:
- (Ερωτόκρ. Έ 965)·
- β) που είναι σκληρός, ασυγκίνητος:
- Είτις ποτέ ουκ έκλαυσεν …, αν ήτον λιθοκάρδιος ή φύσιν είχε ξύλου, … (Αχιλλ. (Smith) N 1681).
- α) που μένει εμβρόντητος, αποσβολωμένος:
- Φρ.
- 1) Απομένω, γίνομαι ή μένω (ω)σάν ξύλο = «μαρμαρώνω», μένω άναυδος (από θαυμασμό, πίκρα ή φόβο):
- (Φορτουν. Ά 220), (Αιτωλ., Βοηβ. 190), (Περί γέρ. (Δαν.) 70).
- 2) Κείτομαι ωσάν ξύλον ή στέκω ως ξύλον = μένω ακίνητος:
- (Αιτωλ., Μύθ. 2717· Λίβ. N 2674).
[αρχ. ουσ. ξύλον. Ο τ. και σήμ.]
- 1)