Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "Νέμτσοι" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Νέμτσοι οι· Νέμιτσοι· Νέμτσηδες.
-
- Γερμανοί:
- (Σταυριν. 805, 803, 929).
[<σλαβ. Němcy. Ο τ. ‑ιτσοι τον 11.-12. αι. και στο Meursius (‑ίτζοι)· τ. ‑ίτσοι το 12. αι. (Soph.). Η λ. στο Somav. (‑τζος)]
- Γερμανοί: