Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "μπουργέζης" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπουργέζης ο· βουγέζης· βουργέζης· βουργέσης· βουρζέζης· επρουζέζης· μπουγέζης· πουργέζης· πουρζέζης· πληθ. βουργηζαίοι· βουργησαίοι.
-
- α) Πολίτης, αυτός που ανήκει στην τάξη των αστών:
- Περί τό εθέσπισαν οι μακαριοτάτοι ρηγάδες μετά τους καβαλλάρους και μετά τους βουργέζηδες και των κουμμουνιών (Ασσίζ. 2311)·
- ήτον πουρζέζης κι εποίκες τον καβαλλάρην (Μαχ. 56232)·
- β) κάτοικος πόλης:
- είχεν λείψειν (ενν. το σιτάριν) τό εκουβαλούσαν οι πουρζέζηδες (Μαχ. 52412).
[<παλαιότ. γαλλ. burgeis· πβ. μεσν. λατ. burgensis (τ. bogensis, purgensis, κ.ά.). Τ. βουργίσης το 12. αι. (LBG). Η λ. στο Somav.]
- α) Πολίτης, αυτός που ανήκει στην τάξη των αστών: