Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "αναρίθμητος" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναρίθμητος, επίθ.· αναρίφνητος· ανερίφνητος· αρίθμητος· αρίφνητος.
-
- Που δε μετριέται·
- α) (προκ. για πρόσωπα, ομάδες προσώπων, ζώα, δέντρα, κλπ.) αμέτρητος, ανυπολόγιστος:
- αρίθμητους χριστιανούς (Iστ. Bλαχ. 2532)·
- λαός αρίφνητος (Eρωτόκρ. B´ 517· Β́ 638)·
- σαΐτες ανερίφνητες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47423)·
- β) (προκ. για πλούτο) άφθονος, άπειρος:
- χρυσίον αναρίθμητον (Διγ. O 1992· Zήν. A´ 6)·
- γ) (προκ. για χρονική διάρκεια) πολύς:
- αρίφνητη ώρα (Eρωτόκρ. B´ 1216)·
- δ) (προκ. για κάλλος) υπερβολικός:
- (Eρωφ. Γ´ 142)·
- ε) (προκ. για ψυχικά ή άλλα γεγονότα) σημαντικός, σπουδαίος:
- αρίφνητος μεταγνωμός (Eρωφ. A´ 421)·
- χαλασμόν αρίθμητον (Aχέλ. 2287).
- α) (προκ. για πρόσωπα, ομάδες προσώπων, ζώα, δέντρα, κλπ.) αμέτρητος, ανυπολόγιστος:
[αρχ. επίθ. αναρίθμητος. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Που δε μετριέται·