Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "κυλημοκυτρώ" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυλημοκυτρώ.
-
– Βλ. και κουλουμουντρώ.
- Kάνω κωλοτούμπες:
- (Σπανός B 109).
[<ουσ. κύλημα (Δημ.) + κυρτώ (L‑S, ‑όω, σημερ. ‑ώνω)]
- Kάνω κωλοτούμπες:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
Λήμμα "κυλημοκυτρώ" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κύλημα (Δημ.) + κυρτώ (L‑S, ‑όω, σημερ. ‑ώνω)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |