Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "κουλάς"
κουλάς ο· γουλάς· γούλας.
  • Πύργος, ακρόπολη:
    • Η χώρα τους απόμεινεν εύκαιρη, χωρίς άνδρα, γουλάν δεν είχασιν ποσώς υπόστασιν να έχουν (Χρον. Τόκκων 3780).
  • Η λ. και ο τ. γουλάς ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 33626), (Ονόμ. πυλ. Κων/π. 408).

[<αραβοτουρκ. kule. Πβ. και γούλαιον. Ο τ. γούλας και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius (ά) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες