Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "κεντηνάρι(ο)ν" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεντηνάρι(ο)ν το· κεντηνάρι· κεντηνάριν· κιντηνάρι· κιντηνάριν· κιντηνάρι(ο)ν.
-
- α) Εκατοντάδα· μέτρο βάρους χρυσού ή χρυσών νομισμάτων, αλλά και άλλων υλικών:
- κεντηνάρια είκοσι, νομίσματα παλαία (Διγ. Gr. 1657)·
- β) ποσότητα εκατό αντικειμένων:
- εμέτρησεν τους καύχους της, ευρέθη κεντηνάριν (Σαχλ., Αφήγ. 739)·
- γ) φρ. παίζω κιντηνάρι = παίζω (σε τυχερό παιχνίδι) σοβαρό ποσό χρημάτων:
- (Δεφ., Λόγ. 456).
[μτγν. ουσ. κεντηνάριον. Οι τ. ‑ι και κιντηνάρι και σήμ. ιδιωμ. (Πετρόπουλος, ΕΛΑ 7, 1952, 88, Meyer, NS III 30)]
- α) Εκατοντάδα· μέτρο βάρους χρυσού ή χρυσών νομισμάτων, αλλά και άλλων υλικών: