Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "εξυπάζω"
εξυπάζω· ξεπάζω· ξυπάζω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ (Μτβ.) τρομάζω, φοβίζω κάπ.:
      • σιγανά μιλεί της, μην την ξυπάσει με φωνή (Ερωτόκρ. Δ´ 83).
    • Β´ (Αμτβ.) τρομάζω, φοβούμαι:
      • η κόρη και εξυπάσθη και εσηκώθη φοβιζάμενη (Διγ. Άνδρ. 31526).
  • II. Μέσ.
    • 1) Τρομάζω:
      • Το βλέμμαν τό έχεις, … ως σε δούσιν τα παιδία ξυπάζουνται (Σπανός A 89).
    • 2) Ξαφνιάζομαι:
      • Τα σα διηγήματα …, σπανέ, οι πάντες εξυπάζουνται (Σπανός A 84).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ταραγμένος, ανήσυχος:
    • ήτονε ξυπασμένος, μ’ αγκούσες (Ερωτόκρ. Α´ 1061).

[<εκσυσπώ. Ο τ. ξυ‑ στο Βλάχ. (ξη‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες