Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "ελπίζω"
ελπίζω· ερπίζω· ’λπίζω· ολπίζω· ορπίζω.
  • 1)
    • α) Ελπίζω, προσδοκώ:
      • εις τον έρωτα ολπίζει να νικήσει (Ερωτόκρ. Α´ 552
    • β) (με την πρόθ. εις) στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάπ. ή κ.:
      • (Ερωφ. Πρόλ. 129
      • φρ. ελπίζω στον άνεμο, βλ. άνεμος Φρ. 2·
    • γ) περιμένω:
      • τον κοινόν μας φονευτήν, τον θάνατον ελπίζω (Λίβ. Sc. 1252).
  • 2) Νομίζω, πιστεύω:
    • (Ερωφ. Ε´ 500).

[αρχ. ελπίζω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες