Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "ελμίγγιον"
ελμίγγιον το· ?ερμίγγιον, (Ιατροσ. κώδ. ωοθ´ (έκδ. ερμίγκα, διορθώσ. σε ερμίγγια· μήπως = έρμιγγα;)).
  • Σκουλήκι των εντέρων:
    • Των ελμιγγών εισί γένη δύο. Το μεν έν γίνεται εις τα έντερα και ένι μικρά τα τοιαύτα ελμίγγια (Ορνεοσ. 5833).

[<ουσ. έλμιγξ ‑γγας + κατάλ. ιον. Πβ. αρχ. ελμίνθιον. Ο τ. στο Du Cange. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. ελμίνθιον, Georgacas, 1960: 498)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες