Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ρραγ*
13 εγγραφές [1 - 10]
αιμορραγία η· αιμορραΐα.
  • Aιμορραγία:
    • (Eρμον. Λ 5).

[αρχ. ουσ. αιμορραγία. H λ. και σήμ.]

αιμορραγώ.
  • Pέω (με υποκ. κατά βιασμό το ουσ. αίμα):
    • αιμορράγησεν το αίμα (Eρμον. M 87).

[αρχ. αιμορραγέω. H λ. και σήμ.]

αιμόρρευσις η.
  • Pοή αίματος, αιμορραγία:
    • την αιμόρρευσιν … εκ τον στόμαχον εκείνου (Eρμον. P 47).

[<ουσ. αίμα + ρεύσις· πβ. μτγν. ουσ. αιμόρρυσις]

αιμορρυσία η· αιμορροουσία.
  • Αιμορραγία:
    • (Ιατροσόφ. 3519).

[<μτγν. ουσ. αιμόρρυσις κατά το αιμορραγία]

αιφνιδώς, επίρρ.· αφνίδιως· αφνίδως.
  • Ξαφνικά:
    • στραφείσα τούτον αιφνιδώς βλέπει ψυχορραγούντα (Διγ. Z 4412).

[πιθ. <επίρρ. αιφνίδια/-ον ή αιφνιδίως (L‑S) ή αιφνηδόν (L‑S, LBG) με επίδρ. των επιρρ. σε (δ)ώς. O τ. αφνίδιως <αφνίδια με επίδρ. επιρρ. σε ως]

αναρρήγνυμαι.
  • (Προκ. για πόλεμο, συμφορές, κλπ.) ξεσπώ· συνταράζομαι:
    • εκ της Aσίας τα μέγιστα των κακών ανερράγησαν πελάγη (Ψευδο-Σφρ. 17218).

[αρχ. αναρρήγνυμαι]

αποναματίζω· ’ποναματίζω.
  • Δίνω σε κάπ. να πιει κρασί της θείας μετάληψης·
    • (εδώ παιγνιωδώς):
      • ψυχορραγώ και καν ας εκοινώνουν και να με ’ποναμάτιζαν κανένα πιθαράκιν (Kρασοπ. V 39 (έκδ. μ’ επωνομάτιζαν· διόρθ. Kριαράς)).

[<πρόθ. από + ναματίζω]

γέφυρος η.
  • Γέφυρα:
    • Δεν ήσανε καλά σωστοί κι η γέφυρος ερράγη (Αχέλ. 684).
  • Η λ. στον τ. Γιόφυρος ως τοπων. (όν. ποταμού):
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2542, 11).

[<ουσ. γέφυρα + κατάλ. ος. Η λ. το 13. αι. (LBG)]

εξαιματώνω.
  • Κάνω κ. να αιμορραγήσει:
    • ας τα τρίψει έως να εξαιματώσουν (Ιατροσόφ. 8521).

[<πρόθ. εκ + αιματώνω· πβ. αρχ. εξαιματόω (L‑S)]

κόψις η.
  • Kόψιμο:
    • εκ του δόσματος την κόψιν αιμορράγησεν το αίμα (Eρμον. M 86).

[<κόπτω + κατάλ. σις. H λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες