Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόγα
26 εγγραφές [1 - 10]
αφού, σύνδ.· αφούν.
  • 1) Aπό τότε που, αφότου:
    • αφού κατήλθεν ο Xριστός εξ ουρανού στον κόσμον, έδιωξεν τας παράνομας και μυσαράς θυσίας (Διγ. Esc. 97· Aργυρ., Bάρν. K 77).
  • 2) Aπό τη στιγμή που:
    • (Διγ. Z 439), (Aσσίζ. 648‑9).
  • 3) Όταν:
    • (Kορων., Mπούας 113).
  • 4) (Aιτ.) εφόσον, μια και:
    • (Xρον. Mορ. P 1008
    • αφού την ρόγαν μας κρατείς, εμείς σε προσκυνούμεν (Xρον. Mορ. P 5143).

[συνεκφ. αφ’ ού (ενν. χρόνου· αρχ., L‑S, λ. από ΙΙ). O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

γερογάιδαρος ο· γρογάιδαρος.
  • (Υβριστ.) προκ. για άνθρωπο αγροίκο:
    • αν παίζεις με γρογάιδαρους, δέχου και τσι τσινιές τως (Φορτουν. Ε´ 266).

[<ουσ. γέρος + γάιδαρος· βλ. και γεροντογάιδαρος. Η λ. και σήμ. κρητ.]

γεροντογάιδαρος ο.
  • (Υβριστ.) προκ. για άνθρωπο αγροίκο:
    • Ωσά γεροντογάιδαρο όντεν έναι στολισμένος (Φορτουν. Δ´ 472).

[<ουσ. γέροντας + γάιδαρος· βλ. και γερογάιδαρος]

γρογάιδαρος ο,
βλ. γερογάιδαρος.
δενδροαναβάτης ο.
  • Αυτός που ανεβαίνει στα δέντρα·
    • έκφρ. όφις ο δενδροαναβάτης = δεντρογαλιά:
      • (Σταφ., Ιατροσ. 2622).

[<ουσ. δένδρον + αναβάτης. Η λ. στο LBG]

δευτερογαμία η· δευτερογαμιά.
  • Δεύτερος γάμος:
    • Ο γέρος ας προσέχεται την δευτερογαμίαν (Γεωργηλ., Θαν. 412).

[μτγν. ουσ. δευτερογαμία. Η λ. και σήμ.]

δευτερογαμώ.
  • Κάνω δεύτερο γάμο, ξαναπαντρεύομαι:
    • δευτερογαμούσα γυναίκα (Ελλην. νόμ. 57712).

[<επίρρ. δεύτερον + γαμώ. Η λ. τον 4. αι. (DGE)]

δημόσιος, επίθ.· δεμόσιος.
  • 1) Που ανήκει στο δημόσιο, κρατικός:
    • έμπροσθεν εμού του δημοσίου νοταρίου (Μαχ. 50431).
  • 2) Έκφρ. δεμοσία αυλή = δικαστήριο:
    • (Ασσίζ. 24916).
  • Το αρσ. ως ουσ. = δημόσιο με την έννοια του κράτους και του δημόσιου ταμείου:
    • διά το φέρειν προσθήκην εις τον δημόσιον (Metrol. 7921).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Το δημόσιο, το κράτος ή το δημόσιο ταμείο:
      • (Νομοκριτ. 103
      • του τόπου το δεμόσιον εξηλειμμένον παντελώς από τους ρογατόρους (Χρον. Μορ. P 8663).
    • 2) Φόρος (που επιβάλλει το κράτος σε κτήματα):
      • (Metrol. 605).
    • 3) Δικαστήριο:
      • Ο υιός … ουκ ημπορεί εις το δεμόσιον τον πατέραν του … εκλητεύσαι (Ασσίζ. 28112).

[αρχ. επίθ. δημόσιος. Βλ. και δημοσία. Η λ. και σήμ.]

διαβάζω· παρατ. εδιέβαζα· αόρ. διέβασα· εδιέβασα· προστ. διέβασεν.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Διαβάζω:
        • Ο γενεράλες τες γραφές πιάνει και τες διαβάζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51415
        • (μεταφ.):
          • Η Αρετούσα εδιάβασε στα μάτια του ό,τι χώνει (Ερωτόκρ. Β´ 2293
      • β) φρ. διαβάζω διδασκαλία = διδάσκομαι:
        • (Μαχ. 6421
      • γ) μελετώ, σπουδάζω:
        • έπεσε εις την φιλοσοφίαν και εδιάβαζε (Χρον. σουλτ. 14232).
    • 2)
      • α) Ψάλλω:
        • Διαβάζουσι (ενν. οι παπάδες) και λειτουργού (Διήγ. ωραιότ. 223
      • β) (προκ. για νεκρό) διαβάζω, ψάλλω τη νεκρώσιμη ακολουθία:
        • (Χρον. σουλτ. 282).
    • 3)
      • α) (Προκ. για τόπο) περνώ:
        • Τα ορεινά τα δύσκολα διαβάζεις τα ως βρούλον (Λόγ. παρηγ. L 259
      • β) περνώ κάπ. από ένα μέρος σε άλλο:
        • (Χρον. Μορ. H 5046
        • διά να με πάρουν την αυγήν, να με διαβάσουν αποκεί (Ch. pop. 270
      • γ) περνώ από το λαιμό μου, καταπίνω:
        • το νερό που πα να πιω δεν ημπορώ διαβάσειν (Περί ξεν. 243).
    • 4)
      • α) Οδηγώ, μεταφέρω κάπ. ή κ.:
        • να μη διαβάσουν γέννημα ποσώς εις την Γλαρέντζαν (Χρον. Τόκκων 3617
      • β) (προκ. για πράγμα) φέρνω:
        • εκόψανε το κεφάλι του … και το διαβάσανε του σουλτάν Μουράτη (Χρον. σουλτ. 7321).
    • 5)
      • α) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
        • (Κυπρ. ερωτ. 10315
        • με χόρτον και νερόν διαβάζω την ζωήν μου (Χούμνου, Κοσμογ. 815
      • β) (αμτβ.) περνώ τον καιρό μου:
        • Το καλοκαίρι εδιάβαζεν εις την πόλιν Γιαννίνων (Χρον. Τόκκων 3315).
    • 6) Νιώθω, αισθάνομαι, δοκιμάζω:
      • (Μαχ. 747
      • η ρήγαινα εδιάβασεν μέγαν φόβον (Βουστρ. 3104).
    • 7) Υφίσταμαι, υποβάλλομαι (σε κ.):
      • αν θελήσει να διαβάσει καμμίαν κρίσιν (Ασσίζ. 20623).
    • 8) Υποφέρω:
      • όσα διαβάζει δεν νιώθει ο θλιμμένος (Κυπρ. ερωτ. 208).
    • 9) Δίνω, προσφέρω:
      • πολλά χαρίσματα του εδιαβάσανε (Χρον. σουλτ. 9735).
    • 10)
      • α) Δίνω διέξοδο (σε κ.):
        • εκεί τον θυμόν σου να διαβάσεις (Ιατροσ. 1817
      • β) (προκ. για δίψα) σβήνω:
        • να πιει εκ το νερόν, την δίψαν να διαβάσει (Χούμνου, Κοσμογ. 1235).
    • 11) Αποβάλλω (ως περίττωμα):
      • ο σπανός … κακά πολλά εδιέβασεν πρασινοκόκκινα (Σπανός A 351).
    • 12) (Προκ. για κόπο) καταβάλλω:
      • εθέλαν διαβάσειν μέγαν κόπον να το σύρουν (Μαχ. 3226).
    • 13) (Προκ. για αγγαρεία) κάνω, εκτελώ:
      • δεν υποτάσσουνταν ουδέ του καστελλάνου, … ουδέ αγγάριον εδιαβάζαν (Μαχ. 4302).
    • 14) Κάνω κάπ. να χάνει τον καιρό του με λόγια, απασχολώ:
      • Με λόγια μάς εδιάβαζεν, την ρόγαν μας απήρεν (Χρον. Μορ. H 5281).
    • 15) Δεν κάνω κ. μέσα στις νόμιμες προθεσμίες:
      • εδιάβασεν καιρόν νόμου (Ασσίζ. 25913).
    • 16) Φρ. τα διαβάζω = ελέγχω:
      • Ας δω είντα θέλει ο φαφλατάς, μήμπα μου τα διαβάσει (Στάθ. Α´ 170).
    • 17) Διαπερνώ:
      • εσκοτώσαν τους και τους ομπρός εδιαβάσαν τους εις το σπαθίν (Μαχ. 66412).
  • II. Μέσ.
    • 1) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
      • (Φαλλίδ. 70).
    • 2) Φεύγω, πηγαίνω:
      • δεν τους έσωσαν, γιατ’ ήσαν διαβασμένοι (Κορων., Μπούας 130).
  • Η μτχ. ενεστ. διαβαζόμενες (ενν. μέρες) ως ουσ. = οι περασμένες μέρες:
    • Μια εκ τες διαβαζόμενες επήγεν να γυρέψει (Χούμνου, Κοσμογ. 251).
  • Η μτχ. παρκ. τα διαβασμένα ως ουσ. = τα περασμένα:
    • Εγώ δεν λέγω, δεν λαλώ ’ς τούτα τα διαβασμένα (Ch. pop. 489).

[<διαβιβάζω. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

εξώτυπος, επίθ.
  • (Προκ. για έσοδα ή έξοδα) έκτακτος:
    • μίξον ομαδόν άπαντα τά λαμβάνω, την ρόγαν …, τα εσώτυπα, τα εξώτυπα (Προδρ. II 65 (πβ. και κριτ. υπ.)).

[<επίρρ. έξω + ουσ. τύπος. Η λ. και σε υπόδειγμα εγγρ. του 12. αι. (Σάθας, ΜΒ Sʹ 63221 και στο LBG]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες