Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παντούρωσις η· παντουρίωση.
-
- Ξύλινο κατασκεύασμα για τη στήριξη ανεγειρόμενης οικοδομής, σκαλωσιά:
- (Hagia Sophia φ1 50511)·
- Έασαν δε τα ξύλα, τους τε αντινύκτας και τας παντουριώσεις χρόνον ένα, έως έλαβε το έργον πήξιν (αυτ. k 4873).
[πιθ. <παντουρώνω <*πανδουρώνω <ουσ. πανδούρα ή πανδούριον. Η λ. στο Du Cange (λ. παυτ‑, από τυπογρ. λάθος)]
- Ξύλινο κατασκεύασμα για τη στήριξη ανεγειρόμενης οικοδομής, σκαλωσιά: