Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουζουριάρης ο.
-
— Βλ. και 'ζουράρης.
- Τοκογλύφος, εκμεταλλευτής:
- Οι πλούσιοι, οι φιλάργυροι ουζουριάρηδες, … είναι αρπακτικά πουλιά (Ροδινός 129 (έκδ. ουζουριάδηδες)).
[<ουσ. ουζούρα <ιταλ. usura (βλ. 'ζούρα) + κατάλ. ‑ιάρης ή <ιταλ. usurario ή βεν. usuraro αναλογ. με επίθ. σε ‑ιάρης]
- Τοκογλύφος, εκμεταλλευτής: