Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όπως, επίρρ. και σύνδ.· οπώς.
-
- Ά (Επίρρ.) (σε πλάγια ερωτ. πρόταση) με ποιο τρόπο, πώς:
- (Έκθ. χρον. 4012, 7315).
- Β́ Σύνδ.
- 1)
- α) (Σε τελικές προτάσεις) για να, με σκοπό να:
- (Έκθ. χρον. 1918, 2910), (Προδρ. IV 562)·
- β) (με επόμ. το μόρ. να· βλ. και να (I) IIIΒ́1β):
- να μπουν εις την Λευχάδα, όπως να την κουρσεύσουσιν (Χρον. Τόκκων 59)·
- (με επόμ. το άρθρο σε θέση παλαιού απαρεμφ. και το μόρ. να· πβ. και να (I) IIIΒ́2):
- τους αποκλείσαν όπως του να κληρώσουσιν τον βασιλέα της Πόλης (Χρον. Μορ. P 927)·
- γ) (με επόμ. το διά να ή για να πλεοναστικά· βλ. και διά 2δ):
- δότε με μήναν τέρμενο όπως διά να μείνω (Χρον. Μορ. P 72· Κορων., Μπούας 102)·
- δ) (με προηγ. το σύνδ. ίνα πλεοναστικά):
- διά τούτο εβράδυνα …, ίν’ όπως μη ονειδισθώ (Διγ. Z 3746).
- α) (Σε τελικές προτάσεις) για να, με σκοπό να:
- 2)
- α) (Σε αποτελεσματικές προτάσεις) έτσι ώστε:
- (Έκθ. χρον. 5712), (Αχιλλ. N (Smith) 833)·
- β) (με επόμ. το μόρ. να):
- ας τρέξει το δάκρυον … όπως να πάψει η φώτη (Κυπρ. ερωτ. 15211· 15611).
- α) (Σε αποτελεσματικές προτάσεις) έτσι ώστε:
- 3) (Σε ειδικές προτάσεις) ότι, πως:
- (Λίβ. P 2069), (Έκθ. χρον. 3418).
- 4)
- α) (Σε βουλητικές προτάσεις) να:
- (Έκθ. χρον. 2725, 297)·
- β) (με επόμ. το μόρ. να):
- αναμείναν όπως να έλθει ο λαός (Χρον. Μορ. P 3632).
- α) (Σε βουλητικές προτάσεις) να:
- 5) (Σε αιτ. προτάσεις) επειδή, καθώς:
- (Έκθ. χρον. 592)·
- Απορήσας (ενν. ο γέρων) τοίνυν ούτως, και όπως ζήσειν ουκ είχεν, … τον υιόν του επαίρνει μόνον, … τον επαίρνει και παγαίνει (Πτωχολ. α 65).
- 1)
[αρχ. επίρρ. και σύνδ. όπως. Ο τ. ήδη αρχ. Η λ. και σήμ.]
- Ά (Επίρρ.) (σε πλάγια ερωτ. πρόταση) με ποιο τρόπο, πώς:
- οπωσδήποτε, επίρρ.
-
- 1) Με κάθε τρόπο:
- τους Αλβανίτας εδούλωσαν οπωσδήποτε κακώσαντες (Σφρ., Χρον. 1464· 16217).
- 2) Έτσι κι αλλιώς, όπως και να 'χει, οπωσδήποτε:
- ηλευθερώθησαν της δουλείας οπωσδήποτε (Σφρ., Χρον. 1629).
- 3) Με κανένα τρόπο:
- Μη φυγείν κύνα οπωσδήποτε (Κυνοσ. 5981).
[αρχ. έκφρ. όπως δήποτε. Η λ. και σήμ.]
- 1) Με κάθε τρόπο: