Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξενιτεία η· ξενιτειά.
-
- 1) Το να ξενιτεύεται κανείς, ξενιτεμός, εκπατρισμός:
- η ξενιτεία και ο θάνατος αδέλφια λογούνται (Περί ξεν. 67)·
- (με γεν. προσώπου):
- του Ιμπερίου την ξενιτειάν κλαίει και ου 'πομένει (Ιμπ. 863)·
- (στον πληθ.):
- (Ροδινός 159).
- 2)
- α) Ξένες χώρες, ξένος τόπος, τα ξένα:
- στην ξενιτειά γυρίζει (Ερωτόκρ. Ά 1715)·
- παρηγόρησέ τον ότι ήλθεν από την ξενιτείαν (Διγ. Άνδρ. 33917)·
- (με το ουσ. μέρη τα):
- να περπατώ της ξενιτειάς τα μέρη (Φλώρ. 1219)·
- β) (σε συνεκδ. χρ. για να δηλωθούν μαζί ο τόπος και ο χρόνος που βρίσκεται κανείς στα ξένα):
- εγύρισεν εις το σπίτι … από την πολλήν ξενιτειάν οπού επεριπάτησεν (Ροδινός 86)·
- γ) (σε μεταφ.) προκ. για τον επίγειο κόσμο, την επίγεια ζωή:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 96)·
- δ) προκ. για (μακρινό) ερημικό τόπο, ερημιά:
- (Ευγέν. 702, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 131v).
- α) Ξένες χώρες, ξένος τόπος, τα ξένα:
- 3) Ταλαιπωρία, δυστυχία:
- μα την ξενιτείαν μου, τήν είδα, …, τήν έπαθα εις τον κόσμον (Λίβ. Esc. 3457).
- 4) Το να απομείνει κανείς μόνος, μοναξιά:
- να λυπηθεί (ενν. ο Θεός) την πολλήν μου ξενιτείαν και ταλαιπωρίαν … και να σε αναστήσει (Διγ. Άνδρ. 4098).
- Φρ.
- ασκώ ή δουλεύω ξενιτειάν, παίρνω την ξενιτείαν, σεβαίνω εις ξενιτείαν = ξενιτεύομαι:
- (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 116, 3), (Σπαν. O 5), (Ιμπ. 771).
[μτγν. ουσ. ξενιτεία. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. (ά. γρ. ‑ιά). Η λ. και σήμ. ποντ.]
- 1) Το να ξενιτεύεται κανείς, ξενιτεμός, εκπατρισμός: