Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάλα
3 εγγραφές [1 - 3]
μπάλα η· πάλα.
  • 1)
    • α) Σφαίρα (ελαστική) παιχνιδιού, τόπι:
      • ωσάν την μπάλα ο φρόνιμος σηκώνεται και πέφτει (Ζήν. Β́ 128
    • β) (συνεκδ.) παιχνίδι με μπάλα:
      • το κεφάλι του … μπάλα να το παίξουνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52516).
  • 2)
    • α) Βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι:
      • απάνω τως επέφτανε οι μπάλες σαν το χιόνι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16122
    • β) βλήμα κανονιού, οβίδα:
      • των λουμπαρδών οι μπάλες (Διακρούσ. 8013).
  • 3) Δέμα:
    • πάλα παννίν (Μαχ. 22430 χφ O (Dawkins, Μαχ. Β́, σ. 260)).
  • Η λ. ως κύρ. όν.:
    • έχει, λέγει, μαγικό απού τη Σπάθα Μπάλα (Στάθ. Β́ 73).

[<διαλεκτ. ιταλ. balla - βεν. bala <ιταλ. palla· πβ. και παλαιότ. γαλλ. balle, προβ. bale και μεσν. λατ. bala και palla. Απ. τ. πάλλα (<μεσν. λατ. palla) στον Ησύχ.· βλ. και Du Cange (στη λ.). Η λ. στο Meursius (‑λλα) και σήμ.]

μπαλάσι(ον) το· μπαλάσι — μπαλάσο· πελάξιν.
  • Πολύτιμος λίθος, είδος ρουμπινιού:
    • γνωρίζω τα λιθάρια … χάρη λόγου … σαν ζαφείρια, σαν μπαλάσια (Πτωχολ. Β 66).

[<ιταλ. balascio. Ο τ. ‑ι στο Somav. (λ. πέτρα). Για τον τ. πελάξιν πβ. στο Du Cange λ. ‑ξιος (όπου τ. ‑σιον) και πέλαζος.

μπαλασοξομπλισμένος, μτχ. επίθ.
  • Στολισμένος με ρουμπίνια:
    • ο βασιλεύς εκάθισεν εις θρόνον … μπαλασοξομπλισμένον (Ριμ. Βελ. ρ 878 κριτ. υπ).

[<ουσ. μπαλάσι(ον) + μτχ. παρκ. του ξομπλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες