Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουνιτσιόνε η· μονετσιό· μονετσίον· μονιτσιόνε.
-
- α) Πολεμοφόδια:
- μπεργατιά … φορτωμένα μονετσιό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30819)·
- β) αποθήκη πυρομαχικών:
- έπεσεν η 'στια εις την μονετσιό του … απ' άναψεν κι εκάηκεν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5243).
[<ιταλ. munizione - παλαιότ. monizione, βεν. *monizion. Βλ. και μουνιτσιόν. Τ. μονετσιόν και πληθ. ‑ες το 17. αι.]
- α) Πολεμοφόδια: