Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουνί
4 εγγραφές [1 - 4]
μουνίν το· μουνί.
  • Γυναικείο αιδείο· (εδώ προκ. για ζώο θηλυκού γένους):
    • (Διήγ. παιδ. 467
    • γαδάρας μουνίν (Σπανός A 499).

[πιθ. <ουσ. *μνί(ον) <βινείν· βλ. και ΛΚΝ. Ο τ. στο Meursius (‑ή) και σήμ. Η λ. στο Meursius, ό.π.]

μουνιοτσάκατος, επίθ.
  • Λ. πλαστή <ουσ. μουνίν + τσακάτι (= μέτωπο· πβ. καβουρομουνιομέτωπος):
    • σπανέ, … βιλλάτε, κωλάτε … και μουνιοτσάκατε (Σπανός A 246 (έκδ. ‑άτε· διόρθ. κατά το χφ Καραναστάσης)).
μουνιτσιόν το· μουνετσιόν.
  • Πολεμοφόδια:
    • να πάρουν το μουνετσιόν της αυθεντίας από τα κάτεργα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 324v).

[<βεν. *munizion. Βλ. και μουνιτσιόνε. Πληθ. μονέτσια και μονετσιά σήμ. κρητ. και μουνετσιά σε έγγρ. του 1822]

μουνιτσιόνε η· μονετσιό· μονετσίον· μονιτσιόνε.
  • α) Πολεμοφόδια:
    • μπεργατιά … φορτωμένα μονετσιό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30819
  • β) αποθήκη πυρομαχικών:
    • έπεσεν η 'στια εις την μονετσιό του … απ' άναψεν κι εκάηκεν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5243).

[<ιταλ. munizione - παλαιότ. monizione, βεν. *monizion. Βλ. και μουνιτσιόν. Τ. μονετσιόν και πληθ. ‑ες το 17. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες