Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λωφάζω
1 εγγραφή
λωφάζω.
  • Μαζεύομαι, ζαρώνω, μένω ακίνητος· σωπαίνω από φόβο:
    • φοβηθείς ελώφαξα, μήπως με εκβάλουν έξω (Προδρ. IV 200).

[<αρχ. λωφάω + κατάλ. ‑άζω. Τ. σήμ. ιδιωμ. Τ. λου‑ σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες