Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεύκος ο.
-
- Λεύκα:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 171).
[<αρχ. ουσ. λεύκη (νεότ. ‑α) με μεταπλ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς 1978: 56)]
- Λεύκα:
- λευκός, επίθ.
-
- 1)
- α) Άσπρος:
- μάρμαρα λευκά (Γεωργηλ., Θαν. 105)·
- β) που έχει άσπρη, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα:
- δασυγένειος … και λευκός, αλλά μελάνθριξ (Ερμον. Δ 99).
- α) Άσπρος:
- 2) (Προκ. για κλήμα) που βγάζει άσπρα σταφύλια:
- (Βέλθ. 284).
- 3) Προκ. για άνθρωπο με άσπρα μαλλιά και γένια:
- ο Κρόνος … λευκός τας τρίχας (Καλλίμ. 428).
- Το αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = ονομασία φατρίας ιπποδρομίου:
- ο των λευκών διοικητής, δουξ και στρατοπεδάρχης (Αξαγ., Κάρολ. Έ 781).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Λευκότητα, ασπράδα:
- (Καλλίμ. 816).
- 2) Ασπράδι, λεύκωμα (αβγού):
- (Ιερακοσ. 45432).
- 3) Οφθαλμική πάθηση:
- (Ορνεοσ. 54128).
- 4) (Στον πληθ.) ασπρόρουχα:
- τα λευκά τση, μαντί και ρούχ’ απού βαστά (Ροδολ. Δ́ 377).
- 1) Λευκότητα, ασπράδα:
[αρχ. επίθ. λευκός. Η λ. και σήμ.]
- 1)