Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφούριν
1 εγγραφή
καφούριν το.
  • Καμφορά (βλ. και ά.):
    • την ρίζαν του καφουρίου (Ασσίζ. 49117).

[<παλαιότ. γαλλ. caf(f)our <αραβ. kāfūr. Πβ. L‑S, λ. καφουρά και DEI, λ. cafura. Η λ. στο Du Cange (ιον, λ. ά) και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες