Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καστελλάνος
1 εγγραφή
καστελλάνος ο.
  • 1) Διοικητής κάστρου, φρούραρχος:
    • Είχε γαρ άρχοντα καλόν το κάστρο, καστελλάνον φρόνιμον (Χρον. Τόκκων 96).
  • 2) Διοικητής, έπαρχος:
    • Εις τον καστελλάνον θέλω πα διά να τον εγκαλέσω (Σαχλ., Αφήγ. 212).
  • 3) Πυργοφύλακας:
    • (Φλώρ. 1370).

[<λατ. castellanus. Η λ. στο Du Cange (λ. κάστελλος) και σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες