Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπανός
1 εγγραφή
καμπανός ο.
  • Α´
    • 1) Zυγαριά· στατήρας, καντάρι:
      • έρχονται στο παζάρι και τα πωλούσιν, στον καμπανόν τα δίδουν (Tζάνε Εμμ., Μοιρολ. 1405).
    • 2) Bάρος:
      • ρουθουνάρι μαλαματένιο, μισόξαγο ο καμπανός του (Πεντ. Γέν. XXIV 22
      • Kαμπανός των εξαρτίων ενός καταρτίου οργίες είκοσι (Kαραβ. 49323).
  • Β´ Σκίρτημα:
    • μου φάνιστη ένα καμπανό μέσα η καρδιά να κάμει (Φορτουν. A´ 191).

[<μεσν. λατ. campana. T. κάμπανος τον 6. αι. (L‑S). H λ. στο Du Cange και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες