Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλύπτρα η.
-
- Κάλυμμα κεφαλής των στρατιωτών:
- εκέλευσε τας λευκάς καλύπτρας υποκρύπτειν τον καθένα (Δούκ. 23926).
[αρχ. ουσ. καλύπτρα. Η λ. και σήμ.]
- Κάλυμμα κεφαλής των στρατιωτών: