Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακήν κακώς, επίρρ.· κακήν κακού· κακώς κακού.
-
- Mε άσχημο τρόπο:
- πάγει κακήν κακώς (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 423· Σουμμ., Pεμπελ. 173)·
- εφύγανε κακώς κακού (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50614).
[<αρχ. και μτγν. φρ. κακός/‑οί κακώς και κακόν/‑ούς κακώς με τα ρ. απόλλυμαι/‑μι, κ.τ.ό. (Steph., λ. κακώς, L‑S, λ. κακός D2)· πβ. και επίρρ. κακηγκάκως (Lampe, L‑S Suppl., κακιν‑). Η χρ. και σήμ.]
- Mε άσχημο τρόπο: