Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθυποβάλλω.
-
- 1) Παίρνω μορφή, εμφάνιση:
- (Bίος Aλ. 3383).
- 2) Yποτάσσω, κυριεύω:
- εφονεύσασιν των Tρώων, καθυπέβαλον τα πάντα (Eρμον. Ψ 57).
[μτγν. καθυποβάλλω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παίρνω μορφή, εμφάνιση: