Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίκλιν το· επίκλι· ’πίκλιν.
-
- 1) Ονομασία, όνομα:
- το ’πίκλιν Βελισάριος (Διήγ. Βελ. N2 11).
- 2) Επώνυμο ή και παρωνύμιο:
- ο μισίρ Ασελής «ντε Ντουθ» είχε το επίκλιν (Χρον. Μορ. H 1321).
- 3) «Όνομα», «καμάρι»:
- Μέγαν Κύρην τον έλεγαν, το επίκλι των Ελλήνων (Χρον. Μορ. H 8050).
- 4) Τίτλος, αξίωμα:
- εκέκτηντό τινες το επίκλιν μπεηλερμπέηδες (Ψευδο-Σφρ. 5482).
[<αρχ. επίρρ. επίκλην. Τ. ’πίκλι σήμ. κρητ.]
- 1) Ονομασία, όνομα:
- επικλίνω.
-
- Συγκατανεύω, επιδοκιμάζω:
- ό,τι κι αποφασίζασιν όλοι τους επικλίναν (Δεφ., Σωσ. 71).
[αρχ. επικλίνω]
- Συγκατανεύω, επιδοκιμάζω: