Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δήμια
1 εγγραφή
δήμια η.
  • Γυναίκα κακής διαγωγής, πόρνη:
    • Βασιλικά με ανέθρεψαν και ως δήμια με πουλούσιν (Φλώρ. 1047).

[θηλ. του επιθ. δήμιος ως ουσ.· πβ. τ. δημίη στον Ησύχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες